Τό βιβλίο τῆς κ. Ἀσημίνας Ντέλιου «Παραδοσιακές Ἑλληνικές Φορεσιές Βόρεια Εὔβοια» μοιάζει μέ παραθύρι. Ἄν σιμώσεις καί κοιτάξεις θά δεῖς κυράδες νά κάνουν τό ἄσμα ὕφασμα καί νά κεντοῦν τόν κάμπο του μέ ρόδα καί καρπούς , μέ ἄνθη καί πουλιά. Μιά στιγμή θά σοῦ φανεῖ πώς ντύνονται τόν κάμπο μέ τά λούλουδα, σάν πριγκιπέσσες παραμυθιῶν. Ἵσως νιώσεις πώς σκαλίζουν στήν ἑστία τῆς μνήμης τή στάχτη, μπάς καί βροῦν σπίθα νά ζεστάνουν τήν ψυχρή πιά ὕπαρξη. Ἀνέμες, ροδάνια, ρόκες, ἀργαλειοί τό ρυθμό κρατοῦν τῆς πατρίδας. Γιατί πατρίδα, ὅπως λέγει ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, δέν εἶναι ἕνα σύνολο φυτῶν καί ὑδάτων, ἀλλά ἡ προβολή τῆς ψυχῆς ἑνός λαοῦ πάνω στήν ὕλη. Τό πόνημα αὐτό εἶναι μιά πολύτιμη παρακαταθήκη γιά τίς γενιές πού μεγαλώνουν μέ λάπτοπ καί κινητά, αἰχμαλωτισμένες σέ εἰκονικές ψευδαισθήσεις μακριά ἀπό τά ἀρώματα τῆς ζωῆς καί τίς ἀνοιχτοσύνες τοῦ μυστηρίου. Τώρα σέ διαγωνισμούς Εὐρωπαϊκούς βραβευόμαστε γιατί ντυνόμαστε, χορεύουμε καί τραγουδάμε μ’ ἕναν τρόπο ξένο σέ μιά γλώσσα ξένη. Πανηγυρική ὕβρη γιά τό ὕφος τοῦ ἥθους πού ὑφάνθηκε ἀπό τούς προγόνους μας. Τί εἶναι αὐτό πού κάνει ἰδιαίτερο τό παραδοσιακό ἔνδυμα; Ἡ δόξα. Οἱ παλαιότεροι πάσχιζαν νά δώσουν σέ ὅ,τι ἔπιαναν, εἴτε αὐτό ἦταν πέτρα, εἴτε ξύλο, εἴτε ὕφασμα, μιά δόξα. Νά βάλουν δηλαδή πάνω του, πελεκώντας, σκαλίζοντας, ὑφαίνοντας ἤ κεντώντας, κάτι πού νά τό κάνει ὀμορφότερο καί λειτουργικότερο. Κάτι πού νά νοηματοδοτεῖ ἀναγωγικά κάθε πτυχή τοῦ βίου. Ἔτσι ἡ πέτρα ἔγινε Παρθενώνας καί Ἁγιά-Σοφιά, τό ξύλο καΐκι μέ τή γοργόνα ψυχή στήν πλώρη, τό μαλλί τοῦ προβάτου ὑφαντό πού τά πλουμίδια του τά ζήλευε ἡ ἄνοιξη, γιατί ἐνῶ τά δικά της μαραίνονταν, ἐκείνα ἄφθαρτα ἔμεναν στό χρόνο. Τί ἔχει τό σύγχρονο ροῦχο στή θέση τῆς δόξας; Τρύπα. Δέν εἶναι τυχαία ἡ μόδα τοῦ σκισμένου ροῦχου. Δέν μᾶς νοιάζει πιά νά κάνουμε ὀμορφότερο τόν κόσμο οὔτε νά τόν ντύσουμε μέ σχήματα πού ἐνστερνίζονται δόξες καί συλλαβίζουν αἰωνιότητες. Τή φιλαυτία μας ντύνουμε, γδύνοντας καί ἀπογυμνώνοντας ἀπό ἐλπίδα τόν κόσμο. Γιατί πρέπει νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό παραδοσιακό ἔνδυμα; Ἀποτελεῖ αὐτό μουσειακό παρωχημένο εἶδος ἤ ἔχει κάποια λειτουργική ἀξία καί σημασία γιά τό μέλλον μας; Ἀπό τό ρῆμα ὑφαίνω προέρχεται ἡ λέξη ὕφος. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς ὕφανσης εἶναι νά τοποθετηθοῦν στόν ἀργαλειό τά σταθερά νήματα, τά στημόνια. Ὁ τρόπος πού τά ὑφάδια, τά νήματα τῆς ὕφανσης θά περάσουν μέσα ἀπό τά στημόνια, θά καθορίσει τήν τελική εἰκόνα τοῦ ὑφαντοῦ. Ὁμοιάζει ὁ ἀργαλειός μέ μιά παράξενη ἄρπα σιωπῆς, ὅπου οἱ ὁλόλευκες χορδές τῶν στημονιῶν πάλλονται ἀπό ποικιλόχρωα ὑφάδια πού τό καθένα μέ τό ὕφος τῆς ἰδιαίτερης προσωπικότητας του κοινωνεῖ τήν σύνθεση ἕνός παράξενου ἄσματος -ὑφ-άσματος- προορισμένου ὄχι μόνο νά ντύσει τό σῶμα, ἀλλά καί νά τέρψει μέ τήν μουσική τοῦ πολύχρωμου κάμπου του, ἀπό τό βλέμμα τή δίψα τῆς ψυχῆς γιά τή συμμετοχή της στό κάλλος τοῦ κόσμου. Ἔτσι φαντάζουν ξάφνου τά ὑφάδια σάν τά ποικιλόμορφα νήματα τῆς προσωπικῆς μας ἀποστολῆς, πού περνώντας μέσα ἀπό τά ἀγαθά στημόνια, δηλαδή τίς σταθερές ἀξίες τοῦ βίου, συνθέτουν τό ὕφος καί τό ἦθος τοῦ πολιτισμοῦ μας. Τό ἔνδυμα εἶναι χαρακτηριστικό στοιχεῖο αὐτοῦ τοῦ φιλοκαλικοῦ μυστηρίου. Πρίν κόψει μέ τό ψαλίδι τό ὕφασμα ἡ μητέρα ἔδινε εὐχή: «Μέ 'γειά σου» ἔλεγε. Νά’ χεις ὑγειά νά τό χαρεῖς. Καί πρίν μοῦ τό φορέσει τό σταύρωνε. Ἀκουμποῦσε Χριστό πάνω του, γιά νά μήν χάσω μέσα σέ λάγνες ὀμορφιές τήν ὡραιότητα τῆς ἀθωότητας πού ὁ Θεός μοῦ ἐμπιστευόνταν. Ξέρετε, δέν πάει κανείς νά βουτήξει στή θάλασσα μέ τό παλτό του, οὔτε κάνει σκί στά χιόνια μέ τό μαγιό του. Ἄν δέν σεβαστεῖ τή φύση τοῦ χώρου θά κινδυνέψει. Δέν συνειδητοποιεῖ ὅμως ὅτι τό ἴδιο κινδυνεύει ἄν πλησιάσει στό χῶρο τοῦ Θεοῦ ἤ στό χῶρο τοῦ συνανθρώπου δίχως τό κατάλληλο ἔνδυμα. Τό ἔνδυμα δείχνει τά σχήματα πού ἡ ψυχή οἰκειώθηκε. Στά λαϊκά παραμύθια τό ἔνδυμα τοῦ χοροῦ εἶχε πάνω του τόν οὐρανό μέ τ’ ἄστρα, τή θάλασα μέ τ’ ἀσημόψαρα, τόν κάμπο μέ τά λούλουδα, ἀκριβῶς ὅπως τό παραδοσιακό νυφικό ροῦχο. Δέν ἔφτανες στό νυμφώνα γυμνός ἀλλά ἔφερνες στή χαρά του ὅλη τήν κτίση. Δέν εἶναι τυχαία ἡ γυμνότητα στό σύγχρονο ροῦχο. Γυμνός θά πεῖ γδυτός ἀπό ἀγάπη πού προσκομίζει. Στήν κοινωνία μέ τό Θεό, στήν κοινωνία μου μέ σένα εἶμαι ὡραῖος, ὅταν προσκομίζω κάτι, ὅταν σοῦ φέρνω κάτι καί ὡραιότερος ὅσο πιό δοξαστικά στό φέρνω. Μᾶς ἔμαθαν νά ’μαστε ξεροί καί στεγανοί. Δέν χορεύουμε πιά μέ τό σύμπαν. Δέν πιάνει πάνω μας μυστήριο κανένα. Γι αὐτό καί δέν ἔχουμε συστολή οὔτε στό βλέμμα, οὔτε στό ἔνδυμα. Παγιδέψαμε τήν Πεντάμορφη Ψυχή σέ ἐπιδερμικές ἀλογίες, σκιές καί μάσκαρες. Δέν εἶναι τυχαῖα ἐπιλεγμένες οἱ λέξεις, μιά πού ἔτσι μασκαρεύουμε τά παραθύρια τῆς ψυχῆς καί σκιάζουμε τήν ἀναλαμπή στό βλέμμα ἀπό τόν ἐσωτερικό φωτισμό τῆς ὕπαρξης. Γυμνότητες οὐσίας, μόδες δίχως ὁδό καί ὠδές σωτηρίας. Ὁ ἔρωτας νιώθει καί μέ τέτοιους τρόπους δέν φτάνει ποτέ. Γιατί ὁ ἔρωτας δέν εἶναι τῆς σάρκας ἀλλά τῆς ὕπαρξης. Ὁ ἔρωτας εἶναι παρών κάθε φορά πού ζυμώνεις τό ψωμί, πού μπαλώνεις τό ροῦχο-τί συμβολική διορθωτική κίνηση-κάθε φορά πού ξαγρυπνᾶς πάνω ἀπό τό προσκεφάλι τῶν παιδιῶν σου καί σφουγγίζεις τόν ὑδρώτα καί τήν ἀγωνία τοῦ συντρόφου σου. Κάθε φορά πού γίνεσαι χαρά γιά τά γονικά σου καί φῶς γιά τόν κόσμο γύρω σου. Κάθε φορά πού ὡς γνήσιος συνδημιουργός τοῦ Θεοῦ ἀπογειώνεις τό βίο καί κάνεις τόν κόσμο καί τήν καρδιά σου κατοικήσιμα θαύματα. Ἀντικρύζοντας τήν παραδοσιακή φορεσιά τῆς παντρεμένης, μέ τό θελκτικά ἀνοιχτό κεντητό μποῦστο στό μακρυμάνικο, ἀκοῦς στή λευκή τραχηλιά τό τραγούδι τοῦ ἔρωτα, μπαίνεις στή χαρά τοῦ βίου. Ἀλλά καί ἀπό τόν ἀνθισμένο κάμπο τῆς ποδιᾶς εἰσέρχεσαι στήν ἐλπιδοφόρα ὀμορφιά καί τήν ἱερή συστολή τῆς διακονίας. Στήν ποδιά της ὅπως στά πόδια τοῦ Θεοῦ σάν νά’χουν ἀκουμπήσει καί περιμένουν νά γονιμοποιηθοῦν ὅλα τά σχήματα τῆς πλάσης. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἔχει καί ἡ θεματολογία τῶν παραδοσιακῶν κοσμημάτων. Τό νομισμα, ὁ σταυρός, τό δάκρυ, τά ἄνθη, ὁ ἀετός καθώς και τά γεωμετρικά μοτίβα, ὅλα τους ἀνάγουν στίς ἀξίες, στό μόχθο καί στήν ὀμορφιά τῆς ζωῆς. Φέρουν πάνω τους μέ ἑορταστική λαμπρότητα ὅλο τό δυναμισμό τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσης. Το κόσμημα πρός τή γυναίκα πού ὑφαίνει, κεντᾶ, πλένει, σιδερώνει,μπαλώνει, ἀνασταίνει τά παιδιά καί συγυρίζει τήν καθημερινότητά μας, λειτουργεῖ ὡς παράσημο γιά τήν ἀνδρεία στό στάδιο τοῦ συζυγικοῦ βίου. Τότε τό κόσμημα δέν μεταφέρει ὕλη ἀλλά εὐγνωμοσύνη πού κοσμεῖ καί δυναμώνει τή σχέση. Ὅσο γιά τήν ἀνδρεία, δέν εἶναι ἀνδρεία ὑποταγῆς ἀλλά ὑπακοῆς. Αὐτό πού ἐμπνευσμένος ἀπό τή θεία χάρη λέγει ὁ ἅγιος Σιλουανός: Ὑπακοή σημαίνει νά προσλαμβάνεις στήν ὕπαρξή σου καί τήν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου. Νά κάνεις κοινωνία. Ὅποιος κάνει τόπο στήν ἀγάπη παίρνει εὐλογία. Τό παραδοσιακό κόσμημα δέν ἔχει μόνο διακοσμητικό ρόλο ἀλλά καί λειτουργικό. Δέν χονδροδένεται ἡ ποδιά, ἀλλά συγκρατεῖται μέ ἰδιαίτερη τιμή, κ ο σ μ ο ύ μ εν η, ἔτσι ὅπως ἀκριβῶς πρέπει νά συγκρατεῖται καί ἡ συντροφική σχέση. Δέν ὑπῆρξαν ποτέ τέλειες ἐποχές, ὅπως δέν ὑπῆρξαν καί τέλειοι ἄνθρωποι-μέ ἐξαίρεση τούς ἁγίους. Ὅμως, αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀτέλεια κάθε ἐποχῆς ἀποτελεῖ τό γόνιμο ἔδαφος γιά τήν πάλη τοῦ ἀνθρωπου γιά τό «τ ι μ ι ώ τ ατ ο ν» , ὅπως ἔλεγε ὁ Φώτης Κόντογλου. Τήν πάλη γιά περισσότερη ἀλήθεια, λειτουργικότητα καί γνησιότητα στό βίο πού ἐπισυνάπτει πάντα τό κερδισμένο φ ῶ ς, στά στοιχεῖα τοῦ πολιτισμοῦ του. Ἡ παράδοση εἶναι ἡ φωτιά τοῦ πολιτισμοῦ. Στό καμίνι της ξεκαθαρίζει ὁ «χρυσός», αὐτή μεταφέρει ἀπό γενιά σέ γενιά ἀξίες πού κατακτήθηκαν μέ περισσό κόπο καί πόνο. Στά παραδοσιακά ἐνδύματα τό χρυσό δέν βρίσκεται στό νῆμα ἤ στό μέταλλο, ἀλλά στήν καρδιά καί στά χέρια αὐτῶν πού ἔπαιρναν τή μοίρα στά χέρια τους καί νοηματοδοτοῦσαν καί τήν ἐλάχιστη πτυχή τοῦ βίου τους. Τό παραδοσιακό ροῦχο εἶναι κεκοσμημένο ἀπό τή βαθιά καρδιά τοῦ ἀνθρώπου πού κάνει τό μόχθο καί τόν πόνο ἐφαλτήριο ἀρετῆς. Ἴσως νά μᾶς στολίζουν τά σύγχρονα ροῦχα, ἀλλά δέν μᾶς ντύνουν μέ εὐχή καί προσευχή. Δέν μεταφέρουν στά στημόνια τους τό μυστήριο καί τήν ἀρετή. Ἴσως γι αὐτό, μένοντας πάντα ἄδειοι, τρέχουμε πάντα νά ἀγοράσουμε κάτι ἀκόμη. Μάταια, τό μυστικό τῆς ζωῆς δεν εἶναι στήν ἀγορά, εἶναι στήν δημιουργία. Στόν τρόπο πού προβάλλεις τήν ψυχή σου πάνω στήν ὕλη, προκειμένου νά νικήσεις τή φθορά καί τό θάνατο πού αὐτή κουβαλᾶ. Μέ ἕναν τρόπο, μέσα ἀπό τά ἔργα τῶν χειρῶν σου λειτουργεῖς, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἀνάσταση τοῦ κόσμου. Τό παραδοσιακό ροῦχο ἔχει φωνή. Ψιθυρίζει, γνέφει γιά τό ὑφασμένο φῶς στό ὕφος τοῦ βίου. Καί μᾶς ἀκουμπᾶ ὄχι μόνο ἀπό τό παρελθόν, ἀλλά καί ἀπό τό μέλλον πού αὐτό τό φῶς ὑπόσχεται. Δέν εἶναι τυχαῖο τό πρόσωπο τῆς κ. Ἀσημίνας Ντέλιου στήν ἐκπόνηση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, τοῦ ἀφιερωμένου στό παραδοσιακό ροῦχο καί κόσμημα. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει μιά ἀποστολή. Ἀπό κάθε λέξη καί εἰκόνα τοῦ βιβλίου της τή νιώθω νά ξεπετιέται χορεύοντας ρυθμούς παραδοσιακούς, νά κυματίζει σά σημαία δονούμενη ἀπό ἕναν δυνατό ἄνεμο ἐσωτερικό. Θαρρῶ τόν ἄνεμο τῆς ἀποστολῆς της. Αὐτό τό πόνημα ἔχει πολλή ἀγάπη ἀπό μέρους της μέσα. Ἀγάπη πού τή γιόρτασε μέ πολλά πρόσωπα πρίν τήν κάνει λέξη καί εἰκόνα. Τήν παίρνω νοητά στό κατόπι, γιά νά δῶ τήν κρυφή λάμψη στό βλέμμα τῶν ἡλικιωμένων, καθώς τούς γύριζε χρόνους πίσω, γιά νά τούς βεβαιώσει μέ τή δίψα της ὅτι τίποτε γνήσιο καί ἀληθινό δέν πάει χαμένο. Ἴσα ἴσα γίνεται ἡ μυστική δύναμη πού κινεῖ τόν ἄσωτο ἀπόγονο σέ ἐπιστροφή. Οὔτε εἶναι τυχαῖα ἡ ἐνασχόληση καί ἡ ἀφοσίωση τοῦ συζύγου της κ. Θεοφάνη Ραμιώτη στό παραδοσιακό κόσμημα. Ἡ κατεργασία τοῦ μετάλλου μᾶς πάει αὐτόματα στήν ἀνδρική φύση. Τό κόσμημα ὅμως προϋποθέτει μιά ἰδιαίτερη λεπτότητα. Μιά εὐγένεια πού θά κάνει τό σκληρό μέταλλο νά ὑπακούσει σέ μορφές καί σχήματα πού θα μεταφέρουν ὀμορφιά, τιμή, λάμψη, νόημα. Ἔχω τήν αἴσθηση ὅτι ὁ κ. Θεοφάνης Ραμιώτης ἔχει μπολιαστεῖ μέ μιά ἰδιαίτερη εὐγένεια μέσα ἀπό τά λειτουργικά νάματα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπό αὐτή τή λειτουργική ρίζα ἔχει ἐκκεντριστεῖ στήν παράδοση καί στήν κλίμακά της προσκομίζει ἕνα πλατύσκαλο: το Ἐργαστήριο Παραδοσιακῶν Κοσμημάτων ὅλης τῆς Ἑλλάδας πού ἐδρεύει στήν Ἱστιαία Εὐβοίας. Τούς εὐχαριστοῦμε θερμά καί τούς δύο γιά τήν ἐγρήγορση καί τήν ἐπιμέλεια στήν ἔρευνα τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ. Ἀποτελοῦν γιά μᾶς πολύτιμη γεωγραφία ψυχῆς μέ ρίζα. (Ἀπό την παρουσίαση τοῦ βιβλίου τῆς κ. Ἀσημίνας Ντέλιου)