Σύμφωνα με τους ειδικούς στην ορθόδοξη θεολογία, ο άνθρωπος είναι κυρίως ό,τι γίνεται, βοηθούμενος από την θεία χάρη, και όχι τόσο αυτό που τώρα «είναι», με στατική έννοια. Και μπορεί να γίνει ασφαλώς ένας κατά χάριν Θεός. Η ανοδική πορεία είναι αυτή που ενδιαφέρει πρωτίστως τους Πατέρες της Εκκλησίας, παντού και πάντοτε, γι’ αυτό, ακόμη και όταν τελούμε τον λεγόμενο «Παρακλητικό Κανόνα», διάχυτο είναι αυτό το πνεύμα της μυστικής εξύψωσης και πνευματικοποίησης (όχι «ψυχικοποίησης») των πάντων. Κάνουμε μια μικρή ακολουθία, για να θεραπευτεί μια ασθένειά μας, και όμως, ο πατερικός νους είναι στραμμένος στο πρότυπο του Μωυσή, που ανέβηκε, κατά τους θεολόγους, κεκαθαρμένος στο όρος Σινά, όπου και δέχτηκε την εμπειρία της θεοπτίας. Πόσο παράξενο στ’ αλήθεια αυτό!
Για να γίνουμε λοιπόν καλά από μια νόσο, ή να γλιτώσουμε από μια δύσκολη περίσταση, πρέπει πρώτα να ανυψωθούμε στον ουρανό των υψηλών νοημάτων. Χρειάζεται να εννοήσει κανείς ότι η Θεομήτωρ είναι «η τεκούσα το φως», και πρέπει ασφαλώς να αγαπήσει αυτό το φως, για να μπορέσει να υπερβεί τα γήινα. Πρέπει να πιστέψει βαθιά ότι Αυτή η γυναίκα είναι στολισμένη με «μεγαλεία», αδύνατον να μετρηθούν, γιατί είναι «αληθώς Θεού λοχεύτρια». Το δόγμα της Ενσάρκωσης του Υιού είναι πανταχού παρόν, ως το κατεξοχήν θαύμα, ταυτόσημο, θα μπορούσε να πει κανείς, με την ίδια την θεία Παντοδυναμία, δόξα και κλέος, γιατί, άλλωστε, όπως είπε ο Κύριος, «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». Προσέρχεται λοιπόν κανείς με ευγνωμοσύνη ενώπιον της Μητροπαρθένου, και «εν ύμνοις ευχαρίστοις δοξολογεί» την Θεομήτορα, και όσο πιο πολύ γεμίζει με ευγνωμοσύνη, τόσο και γίνεται περισσότερο άνθρωπος, τόσο και ανεβαίνει προς τα ύψη της αρετής. Είναι από αυτό το μυστήριο της Κένωσης του Υιού και της Παρθενικής Αγάπης που απορρέει η «πολλή δύναμις» Αυτής, την οποία ο υμνωδός «πάσιν ομολογεί». Αυτές είναι και οι μεγάλες ευεργεσίες της Παναγίας προς το ανθρώπινο γένος, γι’ αυτό και λέγει ο ιερός υμνογράφος: «κηρύττω τας ευεργεσίας, ας υπερεκένωσας εις εμέ». Η γλώσσα, απρόσμενα για μια παράκληση, γίνεται δοξολογία, λες και διαβάζουμε άλλη μια φορά τον Ακάθιστο Ύμνο, και να που ακόμη και μια ποιοτική ανθρωπολογική ανατομία έχει θέση σε αυτή την προσευχή, όταν διαβάζουμε πως όλοι μας προσευχόμαστε «ψυχή τε και καρδία και λογισμώ και γλώσση». Η πνευματική άνοδος, αν και ενιαία, είναι πολυδιάστατη.
Η Ανάσταση στερέωσε το ανθρώπινο είδος, μαζί και τους Αγγέλους. Η Παναγία, γεννώντας τον Χριστό, γεννώντας Τον ξεχωριστά για τον καθένα μας, ως η κοινή Μητέρα όλων, είναι λοιπόν η «κραταιά αντίληψις» σύνολης της ανθρωπότητας. Είναι η μήτηρ του Θεού-Λόγου, που, έχοντας γίνει η «προς Θεόν παρρησία», κραταιώνει επίσης καί την γλώσσα, κάνοντάς την διάπυρη, ζέουσα∙ αυτό το καταδεικνύει άλλωστε η φράση «θερμή προστασία» ενός τροπαρίου της γ ωδής. Μόνο σε Αυτήν από όλους τους ανθρώπους ανήκει και «δόξα» (και όχι απλά «τιμή»), γι’ αυτό και λέγει ο πιστός «δοξάζω σε», κάπου στην ίδια ωδή. Όπλο της γλώσσας είναι βέβαια η πρωτίστως η αλήθεια, γι’ αυτό και προχωρεί κανείς στο υψηλό μόνο όταν «αληθεύει» ο βίος του (αληθεύει παραδόξως η ζωή, και όχι μια επί μέρους πρόταση!), Και τι φοβερό να γίνει κανείς όλος ψευτιά! «Αληθή Θεοτόκον ομολογώ Δέσποινα», λέμε όμως στην Παναγία, Αυτήν που γέννησε και την Αλήθεια, τον Χριστό.
Μόνο τώρα έχουμε ετοιμαστεί για να κάνουμε πραγματική παράκληση, αφού πρώτα καθαρθήκαμε με το νέκταρ της δοξολογικής, φωτοφόρου, χαρμόσυνης γλώσσας. Πώς όμως θα προχωρήσουμε τώρα στην δέηση;
………………….
Πάλι λοιπόν κατά τους θεολόγους, και μάλιστα τους ειδικούς στην Χριστολογία, είναι η θεία φύση του Κυρίου αυτή που παραχωρεί και στην ανθρώπινη το δικαίωμα να θέλει τη ζωή, να αποφεύγει το θάνατο, να επιθυμεί να τραφεί, να συντηρηθεί, να έχει φίλους κλπ. Ο Κύριος ήταν ένας τέλειος άνθρωπος, αυτό όμως, το να είσαι άνθρωπος, είναι και πάλι δώρο της Θεότητας. Κατ’ αναλογίαν λοιπόν κι εμείς, όχι από κανένα ένστικτο αυτοσυντήρησης, άλλα πάντα σε μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα, και παρά την προσπάθεια να πνευματικοποιηθούμε, να προοδεύσουμε δηλαδή στην αρετή, την Αγάπη και την Αλήθεια, θέλουμε μαζί, από υπακοή στον δωροδότη Θεό, και όλα τα «ανθρώπινα». Γι’ αυτό και σκύβουμε τελικά στον καθ’ ημέραν βίον, και παρακαλούμε και τον Κύριο και για όλα τα γήινα. Ιδού που, παρά την μυσταγωγική διάθεση, ή ίσως εξαιτίας της μυσταγωγικής διάθεσης, προσέχουμε και τα απλά πράγματα, τις λεγόμενες «περιστάσεις». Προέχει η ιεροπρέπεια και του ανθρώπινου βίου.
Περνάμε τώρα σε ένα διαφορετικό λεξιλόγιο, πραγματικά γεμάτο χαρμολύπη. Ας πάρουμε την λέξη «τα λυπηρά» («τα νέφη των λυπηρών εκάλυψαν την αθλίαν μου ψυχήν…»). Τι είναι αλήθεια αυτά; Δεν πρόκειται για το αγγλικό «accidents» (=απρόοπτα, ατυχήματα), ή για κάτι παρεμφερές, καθώς «λυπηρό» μπορεί να είναι μια ασθένεια, αλλά και ένας πικρός λόγος, κάποια ξαφνική στενοχωρία, που προκάλεσα ή μου προκάλεσαν, κάποια αδυναμία να συνυπάρξω αρμονικά, κάποια πτώση του αδελφού, του φίλου, του πλησίον, που μου προξένησε οδύνη. «Λυπηρό» μπορεί να είναι ο «άλλος», όταν γίνεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο αδιαφανής προς έμενα, είτε το θέλει είτε όχι, είτε φταίει αυτός είτε εγώ. Πόσο πνευματική έννοια αλήθεια αυτά τα «λυπηρά», πόσο μυσταγωγική, και όμως προορισμένη να είναι «διακοσμητική», χαμένη κάπου σε έναν παρακλητικό κανόνα. Ίσως είναι μια λέξη με ευαίσθητη, ας πούμε, φύση, που εμφανίζεται διακριτικά, όταν η ψυχή εμφανίζεται πληγωμένη μπροστά στην Παναγία Μάνα (της) – φαίνεται ότι είναι σωστό να μιλάμε και για ευαίσθητες λέξεις. Να και μια άλλη λέξη, «συμπάθεια» («της προς εμέ συμπαθείας σου, Δέσποινα»), που βαρύνεται είναι αλήθεια, με περισσότερη θεολογία απ’ όσο νομίζουμε: δεν πρόκειται και πάλι για κάτι σαν το «compassion», που εστιάζει περισσότερο στον ψυχολογικό τομέα (συμμερίζομαι ψυχολογικά τη δύσκολη κατάσταση κάποιου άλλου). Εδώ μιλάμε περισσότερο για την ενεργητική συμμετοχή κάποιου αλλού, εν προκειμένω της Θεοτόκου, στην δική μου ζωή, για την μυστική «κοινωνία» των προσώπων, καθώς «η ζωή του Κυρίου είναι και δική μου» και «η δική μου δική Του». Χωρίς να συγχέουμε τις υποστάσεις, ο άλλος είναι αλήθεια κομμάτι του εαυτού μου, και βέβαια ο Θεός ο πιο προνομιακός συνομιλητής του κάθε ανθρώπου. Πού αλλού να πω τον πόνο μου, αν όχι στην Παναγία, γιατί, πράγμα αληθινά περίεργο, με στηρίζει οντολογικά, για να το πούμε έτσι, και όχι απλά «ψυχολογικά». Εξάλλου, δεν φτωχαίνουμε τα νοήματα αν πούμε ότι ακόμη και ένα ηλιοβασίλεμα μας βοηθά, μας συντρέχει «ψυχολογικά»;
Περνάμε τώρα στη λέξη «ίλεως», στην φράση «βλέψον ιλέω όμματί Σου», όπου κάθε άλλο παρά σημαίνει «οίκτος», όπως νομίζουν μερικοί. Ο «ίλεως οφθαλμός», το γεμάτο έλεος μάτι, παρατηρεί όχι μόνο με ευσπλαχνία, αλλά προπαντός με διάκριση, σαν να σε ρωτά τρυφερά: «θέλεις να δω ποιος είσαι;», για να πάρει την άδεια να εισχωρήσει κατόπιν στα άδυτα της ανθρώπινης αβύσσου και να φωτιστούν τα σκότη. Και καθώς ο ίλεως οφθαλμός παρατηρεί εμένα, τότε γίνομαι στ’ αλήθεια κάποιος, γιατί η ματιά αυτή είναι «στερεωτική», μου δίνει υπόσταση, σαν το φιλί της μητέρας, που είναι ένας αναβαθμός του «είναι». Το γεμάτο «έλεος» μάτι συγ-χωρεί, ανοίγει δηλαδή διάπλατα χώρο για να κλάψουμε την αστοχία μας, αφήνει επιτέλους την φωνή μας να ακουστεί χωρίς ψεύτικες δεσμεύσεις, και βρίσκει κανείς την δική του, προσωπική λαλιά. Ο ίλεως οφθαλμός χαίρεται να βλέπει τον άλλον να ανασηκώνεται, δεν έχει καμιά υστεροβουλία, δεν κερδίζει από την οντολογική καθήλωση του άλλου στην δουλεία. Η Παναγία μας βλέπει αληθινά ως παιδιά Της. Το αγγλικό «mercy» εδώ αδυνατεί να μεταδώσει αυτήν την έννοια, καθώς εστιάζει πιο πολύ σε έναν «ακτιβισμό», στην εξωτερική ενέργεια- το έλεος όμως είναι πάνω από όλα προϊόν της βαθείας καρδίας.
………………………
Αλήθεια, γιατί προσεύχεται κανείς στον Παρακλητικό Κανόνα; Τυπικά λέμε «για να γίνουμε καλά από μια νόσο», ωστόσο δεν πρόκειται για ένα Ευχέλαιο, ούτε και πράγματι τα τροπάρια επικεντρώνονται σε αυτό το θέμα. Χρειάζομαι, μαθαίνουμε, «προστασία», γιατί έχουμε, παραδόξως, σκοτισθεί «νυκτί αμαρτημάτων» (ο υμνωδός μας πηγαίνει στα πνευματικά άλλη μια φορά), έχουμε απογυμνωθεί εντελώς «απάσης βοηθείας» (όποτε, είτε δεν εκτιμάμε την βοήθεια που μας προσφέρουν οι άλλοι, πράγμα αδύνατον βέβαια να συμβαίνει με τον υμνωδό, είτε ο Θεός μας έριξε σε μια τέτοια κατάσταση που αδυνατούν οι άλλοι να μας βοηθήσουν, πράγμα που συνιστά αληθινή «μύηση» στη ζωή), «περιστάσεις και συμφοραί του βίου» μας κυνηγούν από παντού (όμως, απέναντι άραγε σε ποιον ξεσηκώνεται ολόκληρο το σύμπαν, αν όχι στον πνευματικά δόκιμο;), ενώ τέλος μας έχουν βρει και «ζάλες»- δεν εννοεί βέβαια ο ιερός υμνογράφος τίποτε σωματικά άλγη της κεφαλής, αλλά εκείνη την μυστική αβεβαιότητα και αγωνία, όταν βρίσκεται κανείς μπροστά στον Θεό και διστάζει, σαν τον Πέτρο, να προχωρήσει όρθιος στα κύματα, ή όταν, επίσης, σαν τον ίδιο Απόστολο, θέλει να κόψει το αυτί του Μάλχου, του όποιου Μάλχου, για να «σώσει» τον Σωτήρα –Αυτός όμως μας επαναφέρει στην τάξη, δηλαδή να θέλει να μας πλύνει τα πόδια! Τελικά, μόνο όσο προοδεύει κανείς στην τέχνη της προσευχής, καταλαβαίνει για τι ακριβώς προσευχόμαστε στην λεγόμενη «Παράκληση», και τι θα πει ότι η Παναγία μας «παρακαλεί», ότι είναι «παραμυθία».
Όλες αυτές οι λέξεις της ελληνικής δεν μπορούν εν τέλει να αποκοπούν από την υψηλή θεολογία. Στην λαϊκή λαλιά, τότε και σήμερα, όταν λέμε ότι «θλίβομαι», ενυπάρχει η μυστική έννοια κάποιας παραμυθίας. Όταν λέμε «περιστάσεις», πηγαίνει ο νους μας σε κυκλοειδείς κινήσεις του χρόνου, που, ναι, εμπλέκονται σε μια ανοδική εξυψωτική πορεία. Όταν λέμε «πενιχρός» («πενιχρά δέησις»), μια λέξη που άδικα προσπαθούν να μας κάνουν να ξεχάσουμε, και πάλι σκεπτόμαστε την δόξα του «ολίγου», μα εκλεκτού οίνου. Όταν λέμε «ανάγκες», περισσότερο πάει ο νους μας σε κάτι ιεροπρεπές, πάρα στο «necessities»: το να αγαπήσω και να αγαπηθώ είναι μια «ανάγκη», γι’ αυτό βέβαια και δεν είναι καθόλου «ανάγκη».
…………………………
Το σημαντικό, τελειώνοντας, είναι να πούμε ότι όλες αυτές οι ταπεινές λέξεις, γεμάτες όμως «πνεύμα», στοιχειώνουν την ελληνική ποίηση. Να, κι ένα μικρό ποίημα, ενός θρησκευόμενου είναι η αλήθεια ποιητή, του Νικηφόρου Βρεττάκου, όπου κάθε λέξη, παρά τον αρνητισμό της, κρύβει ένα έλεος. Πρόκειται για διφορούμενες λέξεις, λέξεις μικρές, άμεσα συνδεδεμένες όμως με ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «το υψηλό νόημα» (υπογραμμίζω τις πιο διφορούμενες).
Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα,
Άσπρισαν απ’ τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους,
Γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου.
Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με νοιάζονταν,
Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με μάλωνε:
Χτες σ’ έλουσα, χτες σ’ άλλαξα, πού γύριζες-
Ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα
Και νεραντζάνθια.