(διαβάστε το πρώτο μέρος κάνοντας κιλκ στο σύνδεσμο στην αρχή της ανάρτησης)
Θά μποροῦσε νά κλείσει ἐδῶ ἠ συγκεκριμένη παρουσίαση τῆς Συμβολῆς διότι μᾶς ἔχει ἤδη θέσει ἐνώπιον τοῦ σημαντικότερου προβλήματος τῆς ἐποχῆς μας: τόν ἐκτωπισμό τῆς συνολικῆς πραγματικότητας ἀπό τήν περιορισμένη πραγματικότητα τῆς γνώσης καί πιό συγκεκριμένα τήν ἀφαίρεση τοῦ ἐγώ ἀπό τό ὀντολογικό πεδίο τῆς ὕπαρξης. Πρόκειται γιά μιά βάρβαρη ἐκγύμνωση ἀπό τήν ἐσωτερική μας οὐσία πού ὁδηγεῖ σέ «χυδαῖο θάνατο» ἄνθρωπο καί κτίση. ‘Υπενθυμίζω τήν προτροπή τοῦ Σαραντάρη: «Ἔργο τῆς γενεᾶς μας εἶναι νά ἐξηγήσει ποιός εἶναι αὐτός ὀ θάνατος». Καί στό σημεῖο αὐτό ὀφείλω νά ἀναφέρω τά σχετικά πονήματα τοῦ Φίλιππου Σέρραρντ «Ὁ βιασμός τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσεως / Διερεύνηση τῶν ἀρχῶν καί τῶν συνεπειῶν τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης» καί «Θάνατος καί Ἀνάσταση τῆς ἱερῆς κοσμολογίας», πού ἀναφέρονται στήν ἀποιεροποίηση καί χρησιμοθηρική ἐκμετάλευση τῆς φύσης καί στήν ἀπανθρωποποίηση τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κοινωνίας του, ἐξαιτίας τοῦ ἐπιστημονικοῦ κοσμοειδώλου πού ἐκτώπισε τίς βιωματικές ἀρχές τῆς ἱερῆς ἀνθρωπολογίας καί κοσμολογίας, ἤ πιό ποιητικά δοσμένο: τόν ἀνοιχτό τρόπο σεβασμοῦ πρός τό μυστήριο.
Ὡστόσο παρά τήν κρισιμότητα τοῦ θέματος καί τήν ἀνάγκη νά σταθοῦμε σέ αὐτό μέχρι νά συνειδητοποιήσουμε τήν ἀπάτη καί τήν καθημερινή ἀποσύνθεση τῆς ὕπαρξης πού ἀπώλεσε τήν ἀλήθεια της διά τῆς γνώσεως, πρέπει νά προχωρήσω στό τρίτο καί τελευταῖο μέρος τῆς Συμβολῆς τό ὁποῖο ἀπότελεῖ τό πρακτικό καί ἐμπειρικό μέρος τῆς μελέτης του Σαραντάρη.
Ἐδῶ, λοιπόν , «θά βροῦμε τήν «ἡδονή», ὄχι ὄμως ἐκείνη τήν ἡδονή πού συνήθως «εἶναι πάντοτε ἀνάμεικτη μέ ἄλλα στοιχεῖα, μέ ἀδυναμίες τοῦ ἀτόμου πού ἀφοροῦν μιάν ἀνυπαρξία ἄσχετη ὁλότελα πρός τήν ὕπαρξη» 29... «Ὅμως ὀφείλει ὁ φιλόσοφος νά διαβάσει τήν πηγαία ἡδονή στήν ὅποια ἀνθρώπινη ἐκδήλωση βρίσκεται κρυμμένη. Ὅ,τι δέν ἔγινε ὕπαρξη κι ὅμως εἶναι πραγματικότητα, καί προφτάνει ἀκόμα νά μετουσιωθεῖ σέ ὕπαρξη ἄν ἕνα ἐγώ τό θελήσει ἀπό τήν ἀρχή ἴσαμε τό τέλος μιᾶς προσπάθειας δημιουργίας, ἐκεῖνο εἶναι ἡδονή•...» 29 ...Ἡ ζωή τοῦ συνολικοῦ ἀνθρώπου εἶναι «εἴτε ἡδονή , εἴτε θυσία τῆς ἡδονῆς» 30. Τί ἐννοοῦμε; Ἐννοοῦμε πώς ἡ «ἀληθινή ἡδονή»...πρέπει νά ξεπεραστεῖ, πρέπει ἀπό πραγματικότητα (πού τώρα εἶναι) νά γίνει πραγματικότητα-ὕπαρξη (πού ἀκόμα δέν εἶναι), μέ ἄλλα λόγια, εἶναι «χρέος νά γίνει θυσία τέτοιας γεμάτης ἡδονῆς, γιά νά ὑπάρξει ὁ συνολικός ἄνθρωπος, καί νά ὑπάρξει ἡ συνολική πραγματικότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων» 30. Ἡ τέτοια γεμάτη ἤ ἀληθινή ἡδονή ἔχει προορισμό νά ὁδηγήσει-μέ τή θυσία της- στή συνολική ἀλήθεια ἀπό μόνη «τήν μερική ἔστω ἀλήθεια τῆς ἡδονῆς» 29.
... ἡ ἡδονή ,λοιπόν, εἴδαμε πώς ἀποτελεῖ «ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς ὕπαρξης». Ναί. Ἀλλά γιά νά προχωρήσομε στήν ὕπαρξη (ἀπό τό εἶναι).
... «Ἡ θυσία τοῦ ἀνθρώπου θα κατευθύνεται λοιπόν πρός μιά τέτοια ἡδονή...γιά νά ἔχει ἀκριβῶς τή δύναμη νά τήν ἀπαρνηθεῖ ὅταν θά μποροῦσε ἀκόμα νά ἐξακολουθήσει τή νωθρή ἐπανάληψη τῆς ἐμπειρίας του•...» 30. Ἄν ἐπιμείνουμε «ἴσαμε τό τέλος στήν ἡδονή» τότε «ἡ ἡδονή, ἡ ἁγνή ἡδονή ἀποκαλύπτεται μέθη τοῦ πεπερασμένου» καί ὁ ἄνθρωπος «γιά νά μήν ἐξοικειωθεῖ ἀπόλυτα μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, προτιμάει τήν πιό τρελή διέξοδο, τό θάνατο» 30. Αὐτό κάνουν μέ τή συνειδητή ἐγκατάλειψή τους στή «νωθρή ἐπανάληψη τῆς ἐμπειρίας» τους οἱ αὐτοαποκαλούμενοι εὐφημιστικά –γιά τό Σαραντάρη- «ἀνδρεῖοι τῆς ἡδονῆς» (Καβάφης). «Ὁ συνολικός ἄνθρωπος πού ἐπιμένει ἴσαμε τό τέλος στήν ἡδονή, ἀντιφάσκει ἀναγκαῖα μέ τόν ἑαυτό του, μέ τή δική του αὐτάρκεια» 30... «...ἡ πράξη ἀντίθετη τῆς ἡδονῆς, εἶναι ἐκεῖνο πού οἱ περισσότεροι ὀνομάζουνε ‘‘πνευματική ζωή’’• εἶναι ἡ πορεία πρός τήν ὕπαρξη» 30. Κακῶς, λοιπόν, ἐμεῖς σήμερα ὀνομάζουμε πνεῦμα τή διανόηση ἤ τά γράμματα (lettres). Ὅλες οἱ πρόσφατες θεωρίες μᾶς καλοναρχᾶν πώς ἀπό τήν ἡδονή καί τό θάνατο δέν ὑπάρχει διέξοδο καί πώς ὁ ἄνθρωπος ἀπαράβατα ἕνα μονάχα μπορεῖ νά κάνει: «νά ἐξακολουθήσει τή νωθρή ἐπανάληψη τῆς ἐμπειρίας του». Ἡ ζωή τοῦ πνεύματος δέ βρίσκεται στή «σκέψη» (φιλοσοφία) καί στή «φαντασία» (τέχνη) τῆς ἐποχῆς πού, ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, μποροῦν νά χαραχτηριστοῦν πέρα γιά πέρα ἀντιπνευματικές, ἤγουν ἡδονιστικές καί πεισιθάνατες. Καί τό πνεῦμα καθώς ξέρομε, δέν εἶναι μήτε ἡδονή, μήτε θάνατος. Ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος.
...Ἀγνοώντας, ὄμως, «τί λέγεται ἀθανασία, αἰωνιότητα» ὁ ἔρωτας «εἶναι ἡ ὕψιστη αὐταπάτη• ἡ ἀπόλυτη ἀφοσίωση πρός τή θνητή μας ὀντότητα...» 25 ... «Ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ θνητός ἐαυτός μας, ὄλος ὁ θνητός ἑαυτός μας, ἀλλά σά θέση» 27• ὄχι σάν ἄρνηση νά ὑπάρξομε...Θέση εἶναι ὀ θνητός ἑαυτός μας, ὄταν ἀρνούμενος τήν αἰωνιότητα ἀρνεῖται, κατά μείζονα λόγο τό θάνατο. Ἀπό τή σκοπιά τῆς ὕπαρξης τό νά μήν πιστεύει στήν αἰωνιότητα, εἶναι τό σφάλμα τοῦ ἐρωτευμένου• τό νά μήν πιστεύει ὀ ἐρωτευμένος στό θάνατο, τοῦτο δέν ἀποτελεῖ σφάλμα. Γιατί ὁ θάνατος εἶναι πραγματικότητα τοῦ εἶναι, ὄχι τῆς ὕπαρξης» (ibid.). ... «Ἀλλά ὀφείλουμε νά μιλήσουμε γιά τό θάνατο ἀπό τή σκοπιά τῆς ὕπαρξης» 28. Ἔχομε θανάτους δύο εἰδῶν: τό «χυδαῖο» καί τό «συνολικό» θάνατο. «Ὁ συνολικός θάνατος (πού συμπίπτει μέ τό φυσιολογικό) εἶναι ἐκείνη ἡ ἀφαίρεση ἀπ’ ὅπου δέ μποροῦμε νά ἐπιστρέψουμε στόν ἑαυτό μας» (ibid.). Μπροστά σέ μιά τέτοια πιθανότητα δέν μποροῦμε νά ἀδιαφορήσουμε: «Τό ἐγώ δέν μπορεῖ νά ἀδιαφορήσει μπροστά στό συνολικό θάνατο» (ibid.)• καί γιά τοῦτο χρειάζεται νά ἔχομε προηγουμένως ἀδιάκοπη ἄσκηση καί ἐξάσκηση, αὐτό πού στά ἀρχαῖα ἑλληνικά λεγόταν μελέτη, καί στόν Πλάτωνα μελέτη θανάτου, ...( Φαίδων 81). «Ἄλλωστε ὁ συνολικός θάνατος ὁδηγεῖ τό ἐγώ στή φωτισμένη κατάσταση τοῦ ἄλλου θανάτου πού άναφέραμε, τοῦ χυδαίου θανάτου, ἐκείνου πού σκοτώνει τίς δυνατότητές μας, ὄταν αὐτές διψᾶνε ζωή καί δικαιοῦνται ζωή, ἀγνάντια σ’ ἔναν ἑαυτό μας πού ροπή του ἔχει τό πλήρωμα τῆς ὕπαρξης» (ibid.). Γιά τό λόγο αὐτό, πάλι στόν Πλάτωνα –πού δέν ἔκανε φιλοσοφία ἤ δέ φιλοσοφοῦσε μέ τή σημερινή ἔννοια, ἀλλά ἀναζητοῦσε καί ἐκεῖνος ἕνα τρόπο ζωῆς (πνευματικῆς), ὅπως ὁ Σαραντάρης- μαθαίνομε πώς οἱ ὀρθῶς φιλοσοφοῦντες (καί ὄχι οἱ ὑπόλοιποι) ἀποθνήσκειν μελετῶσι (Φαίδων 67e). Σκόπιμο μοιάζει νά ἀναφέρομε σχετικά τή χριστιανική μνήμη θανάτου καί τό πνευματικό πρότυπο τοῦ Χριστιανοῦ ἀσκητῆ πού ἐτεθνήκει τῷ κόσμῳ.
Ἀλλά τό πράγμα δέν τελειώνει ἐδῶ. Στήν ἐποχή μας διάφορες «θεωρίες», πού τίς χαρακτηρίσαμε ἀντιπνευματικές καί πέρα γιά πέρα ἡδονιστικές καί πεισιθάνατες, πᾶν νά ἀντικαταστήσουν τίς παραδόσεις ἐκεῖνες πού καλύπτουν, μέ τό πνευματικό περιεχόμενό τους, ὄχι μονάχα τό μυαλό ἤ τίς αἰσθήσεις μας, τή «fisica», ἀλλά καί τό πνεῦμα ἤ τή «metafisica» τοῦ Σολωμοῦ («Στοχασμοί τοῦ ποιητή»), δηλαδή ὁλόκληρο τό πεδίο ἤ «τή συνολική πραγματικότητα ἑνός ἀνθρώπου»•...Καί, χωρίς νά ὑπερβάλλομε, μποροῦμε νά παρατηρήσομε σήμερα πώς οἱ «θεωρίες» αὐτές, ἄν ὄχι τίποτα ἄλλο, ἔχουν γιά τόν περισσότερο κόσμο γράψει μιά προσημείωση, νά τό ποῦμε ἔτσι, ἀπάνω στήν πνευματική κληρονομιά τῶν πατέρων μας. «Ὑφίσταται ἕνας θάνατος» -λέει ὁ Σαραντάρης- «πού εἰσέρχεται στή θεωρία μας τοῦ κόσμου, καί μέ τήν παρουσία του μπορεῖ νά γεμίσει τή συνολική πραγματικότητα ἑνός ἀνθρώπου• αὐτός ὁ θάνατος διευθύνει στό θάνατο ὄχι ἕναν μόνον ἄνθρωπο, ἀλλά μιά κοινότητα ἀνθρώπων• καί γιά τοῦτο εἶναι ὁ πιό ἐπικίνδυνος» 29. Δίχως νά τό καταλαβαίνουν, ἀπό τή φύση τους ἤ ἀπό τήν ἐφήμερη καταβολή τους, οἱ «θεωρίες» αὐτές «εἶναι θεωρίες πού θυσιάζουν τόν ἄνθρωπο στό θάνατο, καί δέν τό γνωρίζουν• εἶναι διαστροφές πού γεννήθηκαν άπό ἕναν ἀχαλίνωτο ἡδονισμό•...ἡ ἡδονή τοῦ θανάτου, τοῦ θανάτου ὅλου τοῦ κόσμου τίς διατρέχει. Γι’ αὐτό ἡ πίστη μας στήν ὕπαρξη ὀφείλει νά γίνει κοσμοθεωρία -κοσμοθεωρία ἐδῶ ὄχι μέ τή δυτική σημασία τοῦ Weltanschauung, ἀλλά μέ τήν εὐαγγελική τοῦ πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη (Κατά Ματθ.ΚΗ΄,19)-• γιατί δέν ἀρκεῖ ν’ ἀναγκάσεις τούς ἀνθρώπους προορισμένους στό θάνατο, ἀλλά καί τίς θεωρίες τους, τίς τόσο φλύαρες, πρέπει νά ἐξουδετερώσεις καί ὕστερα ν’ ἀντικαταστήσεις» (ibid.).».
Κλείνοντας τήν παρουσίαση τῆς Συμβολῆς τοῦ Σαραντάρη ἀπό τόν Ζήσιμο Λορεντζάτο ὁ ὁποῖος στό «Χαμένο κέντρο» ὑπογραμμίζει τήν τραγική ἀποκοπή ἀπό τήν οὐράνια ρίζα μας, καί προσπαθεῖ νά μᾶς παρακινήσει νά ἀφουγκραστοῦμε τήν ἱερή παράδοσή μας ὥστε «νά βροῦμε πρῶτα τρόπους ζωῆς καί ὕστερα τρόπους τέχνης», βρίσκουμε τώρα στήν πλώρη μας (στόν ἐν τῇ καρδίᾳ νοῦ) τό εἶναι μιᾶς πυξίδας (συμβολῆς) πού σταθερά δείχνει ὕπαρξη, καί αὐτή ἡ πυξίδα δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν πνοή τοῦ Θεοῦ πού φωτίζει καί κεχαριτωμένα καλεῖ τό κατ’εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση ἀποστέλνοντας «ἐκείνους πού μαθαίνουν τά νιάτα τοῦ οὐρανοῦ» κοντά μας.
ΥΓ. Οἱ ἀριθμοί, πού παραθέτει ὁ Λορεντζάτος, δείχνουν τόν ἀριθμό τῆς σελίδας ἀπ’ ὅπου προέρχονται οἱ λόγοι στό δοκίμιο τοῦ Σαραντάρη: Συμβολή σέ μιά φιλοσοφία τῆς ὕπαρξης.
Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη Κατερίνα
Μονοκαρυά Δεκαπενταύγουστος 2019