Ὅταν γυρνοῦν πρός τά ἔσω οἱ χρόνοι
Τό ἔχει τους ἀναμετρώντας στά χνάρια·
Τότε πού σάν ἀθωότητα
Ἔκθετη τρέμει στή χούφτα τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀνάσα
Καί γιά νά λάβουν μερίδιο ξυπνοῦν
Μές στή ζωή σου ὄνειρα τόσα·
Στῆθος ἀνεβάζει κύμα
Ἄπειρη τ’ ἄπείρου ἀπειρία.
Μέτρο ποιό ν’ ἀθροίσεις χειμώνες
Καί δάκρυο ποιό καλοκαιρίες ν’ ἀνθίσεις;
Λάμπει σάν ἀκτή
Γυμνή στό λαιμό σου ἡ προσδοκία,
Ἄφτεροι μόχθοι ρουφοῦν τόν χυμό
Καί ὁ ἥλιος κρυώνει.
Στή δίψα σου φωτιά κερνᾶ ὁ μύθος
Ποταμός τοῦ γαλαξία ἡ φλέβα σου,
Στούς φωταγρούς τῶν ἐλπίδων
Ξυπόλητες οἱ κολλιτσίδες τῶν ἄστρων·
Σά νανουρίζεις τά μωρά τῶν ἀνέμων
Δονοῦν τά σήμαντρα τῆς διακονίας
Τήν ξαστεριά τῶν στερήσεων
Χαμηλότονα διαρρηγνύοντας λύπες
Πίσω τους ἀφήνοντας χρυσή
Τή φωταύγεια τοῦ πεπρωμένου σου.