Τά ὅρια τοῦ λόγου ὑπερβαίνουν τά ὅρια τῆς γλώσσας.
Διότι ὁ λόγος δέν εἶναι ἔκφραση ἀλλά τρόπος τοῦ εἶναι.
Γιά αὐτό καί ἀναφερόμενοι στή Δημιουργία μιλᾶμε γιά τούς «λόγους τῶν ὄντων»,
δηλαδή τούς τρόπους πού ὑποστασιάζονται τά ἀγαθά θελήματα τοῦ Θεοῦ.
Ἀναζητώντας τά ὅρια τοῦ ἀλφαβήτου καί τῆς γλώσσας πού οἰκοδομεῖται ἀπό αὐτό,
μετεωριζόμαστε ἀνάμεσα στό σημαίνον τοῦ λόγου καί στήν ὀντότητα τοῦ σημαινομένου.
Δέν ἐξαντλεῖται στή λέξη «φῶς» ἡ πραγματικότητα τοῦ φωτός,
παρά μονάχα διαμέσου τῆς λέξης σημαίνεται, ἀνάλογα μέ τό εὔρος τῆς ἀντιληπτικῆς ἱκανότητας
καί τόν ὑπαρξιακό φωτισμό τῆς ὕπαρξης. Ἄν στήν ἀντίληψή μας χωροῦν ἐκτός ἀπό ὑλικές
καί πνευματικές ποιότητες, ἡ γλώσσα θά διασταλλεῖ ἀνάλογα γιά νά τίς χωρέσει.
Ἔτσι ἡ λέξη φῶς μπορεῖ νά σημαίνει τό κτιστό ἡλιακό φῶς ἀλλά καί τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ.
Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ μιά γλώσσα, ἕνα ἀλφάβητο γιά νά ὀνομάσει τόν κόσμο,
αὐτό δέν σημαίνει πώς ὁ κόσμος αὐτός δέν διαθέτει τό δικό του κεκρυμμένο ἀλφάβητο,
ἤ πιό εὔστοχα, πώς δέν ἀποτελεῖ ὁ ἴδιος τό ἱερό ἀλφάβητο τῆς Δημιουργίας.
Μέσα ἀπό τόν συλλαβισμό τῆς κτίσης, συλλαβίζοντας τούς λόγους τῶν ὄντων, γνωρίζουμε τόν Κτίστη.
«Ἄ μά γιατί λοιπόν ὡς τώρα εἴχαμε δώσει μιά γλώσσα μονάχα στόν κόσμο,
γιατί τοῦ ‘χαμε δώσει ἕνα μονάχα τρόπο νά ἐκφραστεῖ;
Γιατί τοῦ ’χαμε καταλογίσει μιάν ὄψη μονάχα, κι ἐκείνη κομματιασμένη, ἀνάπηρη,
μετρημένη πάνω στή λογική μας,
καί τήν εἴχαμε ὀνομάσει ὡραῖα ὡραῖα «πραγματικότητα»;
καί ...δέν ἐπιτρέπαμε τίποτα πού νά τήν ὑπερβαίνει.»
Νά πώς οἰκοδομήθηκε ἡ Βαβέλ τοῦ πολιτισμοῦ μας .
Ἡ γλώσσα πού μᾶς δόθηκε ἀπέκλεισε ἐξ ἀρχῆς τόν συλλαβισμό τῆς πραγματικότητας.
Ἐξόρισε τούς ὀντολογικούς φθόγγους τοῦ λόγου
καί μαζί ὅλο τό βάθος τῆς σιωπῆς μές τήν ὁποῖα ἀναπνέει ἡ ὕπαρξη.
Ὅμως ὁ ἀληθινός λόγος εἶναι πρωταρχική μαθητεία σιωπῆς καί ὄχι ἀλφαβήτου.
Πρέπει πρῶτα νά ἀκούσει ἡ καρδιά -ὁ ἐν τῆ καρδία νοῦς-καί μετά νά ὁμολογήσουν τά χείλη.
Ἀνυποψίαστοι παγιδευτήκαμε καί συνηθίσαμε, αἰώνες τώρα, στά ὅρια τοῦ συμβατικοῦ ἀλφαβήτου
ὥσπου τελικά κουφαθήκαμε καί φτάσαμε στό σημεῖο
οὔτε κάν νά ὑποπτευόμεθα ὅτι καί μές στό τίποτα λειτουργεῖ μιά γλώσσα.
«Καί μέσα στό τίποτα ὑπάρχει μιά γλώσσα
Περισσεύει τό φῶς καί μέσα στό τίποτα
Καί ρέει πρός τά ἔξω
..προσπαθὠ νά ἀποκτήσω μιά ἐπαφή μέ τό φῶς.»
Φαίνεται πώς κάτι διαισθάνονται οἱ ποιητές καί προσπαθοῦν νά νήψουν τόν στραβισμό τῆς ἀντίληψης .
Οἱ ποιητές«οἱ ἀπόβλητοι ἀπό τίς ἀγορές τοῦ αἰώνος»(ΕΛΥΤΗΣ).
Ποιά «καταναλωτικά ἀγαθά»; Τό ἀγαθό δέν εἶναι πρός κατανάλωση ἀλλά πρός κοινωνία.
Δέν εἴμαστε ἐδῶ γιά νά καταναλώσουμε καί νά ἁλώσουμε τή Δημιουργία.
«Τοῦ οἴκου σου πρέπει ἁγίασμα Κύριε εἰς μακρότητα ἡμερῶν».
Εἶναι πτωτική ἡ βαθμίδα τοῦ «πράσινου καταναλωτή».
Ἡ καθαρή συνείδηση εἶναι ἐκείνη πού ὄχι ἁπλῶς δέν μολύνει,
ἀλλά φυσική κίνηση ἔχει πῶς θά ἁγιάσει τόν κόσμο.
Πῶς θά τοῦ ἀφαιρέσει τή φθορά καί τόν θάνατο μέ τή μετοχή του στό ἀναστάσιμο θεῖο σῶμα.
Κάνοντας τήν ὕπαρξη λόγο, δηλαδή ἀναβαθμό Παραδείσου.
Ὁ σύγχρονος ἀστός ὁ ἐγκλωβισμένος καί παγιδευμένος
στά τεχνολογικά καί ἠλεκτρονικά περιβάλλοντα
δέν ἀποβλέπει πιά πρός μιά ἄνω κίνηση, ἀλλά πρός μία ἀλλότρια οἴηση.
Ἀποστερεῖται ἀπό τήν ἀληθινή ἄνω θρώσκουσα φύση του.
Ἀποστειρώθηκε ἀπό τούς φθόγγους τῆς κτίσεως και παραδόθηκε στόν
«ἴλιγγο τοῦ ἐρεβώδους τεχνολογικοῦ διονυσιασμοῦ τῆς ἱστορίας» (ΚΑΡΟΥΖΟΣ).
«Ποιός... πῶς καί γιατί καταφέρνει, τό μέρος τῆς ζωῆς, τό φαῖνον, τό μή θολούμενον,
νά τό καθιστᾶ σχεδόν ἀόρατο γιά τούς ἄλλους;
Γιατί καί πῶς τούς πείθει νά μήν κάνουν μιά ἁπλή κίνηση
ἔστω, μιά στροφή τῆς κεφαλῆς, πού θά μποροῦσε νά σημαίνει
καί στροφή τοῦ κόσμου ὁλόκληρου;
Ἔτσι ὅμως:
«Ὑποκοιμόμαστε
Ὑποξυπνᾶμε
Ὑποσκεφτόμαστε
Ὑπογράφουμε
Ὑποζοῦμε στό ὑπνοδωμάτιό μας»
Ὑποκοινωνοῦμε ἀδειασμένοι ἀπό κάθε λόγο
Ὑποκατοικοῦμε γλῶσσες ἄλογες χῶρες.
Ραγισμένοι καθρέφτες πού ἀδυνατοῦν νά συλλάβουν καί νά ἀντανακλάσουν
τήν ἀναστημένη ὁλότητα τοῦ καθολικοῦ.
«Χῶρες τοῦ ἥλιου καί δέν μπορεῖτε ν’ἀντικρύσετε τόν ἥλιο
Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καί δέν μπορεῖτε ν’ἀντικρύσετε τόν ἄνθρωπο».