Κάθε πού ἐνσκύπτει Θεός στό σπιτικό μας σφιχταγκαλιαζόμαστε καί λέμε φωναχτά τή λέξη ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ἔτσι πού νά γεμίζει τό στόμα καί ἡ ψυχή μας.
Ὀ χρόνος ρέει ἀλλά ὄχι δίχως τήν ἄγκυρα τοῦ μυστηρίου. Πάππου πρός πάππου τά παραδείσια βάθη.
Ἀνέμελα, ἀθῶα, ἔκπληκτα τρέχοντας στίς αὐλές, σκαρφαλώνοντας στά δέντρα, ρουφώντας τό χυμό τῆς ζωῆς, τόν παλλόμενο δυνατά σάν Κυριακάτικο σήμαντρο γύρω μας καί μέσα μας, σάν ἱερή συναρμογή τῆς ὕπαρξης μέ τόν κόσμο, δέν βιώναμε οὔτε διαχωρισμούς, οὔτε δόλους. Δέν ὑπῆρχε κάτι πού νά ξενίζει τήν ἰσορροπία τῆς ἀθωότητάς μας. Δέν ὑπῆρχαν μόνο ἄνδρες ἤ μόνο γυναῖκες, ὅπως δέν ὑπῆρχε μόνο βουνό ἤ μόνο θάλασσα, μόνο γῆ ἤ μόνο οὐρανός. Ἴσως ἀκριβῶς ὅπως δέν ὑπῆρχαν μόνο νέοι ἤ μόνο ἡλικιωμένοι, μόνο χαρά ἤ μόνο λύπη. Ἡ ζωή ἦταν ἕνα καθολικό πανυγήρι ἀντάμωσης, μιά κλήση συναρμογῆς, μιά μουσική μεθεκτικῆς ἀναπνοῆς, ἕνα ἀναστάσιμο σθένος ἀποδοχῆς καί ὑποδοχῆς τοῦ μυστηρίου. Ὁ νοῦς δέν ἦταν λογική ἀλλά χελιδόνι τῆς ἄνοιξης. Ξεκλείδωνε στό δάκρυ τό μύρο. Στόν λυγμό τή μακροθυμία. Παιδιά ἤμασταν, δέ γνωρίζαμε τή λέξη μακροθυμία, οὔτε τό νόημά της, ἀλλά φωναχτά τό συλλάβιζαν μέσα μας οἱ ἀνοιχτοί ὁρίζοντες, τό ἔναστρο στερέωμα, τό ἐλπιδοφόρο συμπύκνωμα τοῦ φωτός στό βλέμμα τῆς μητέρας, τό τίμιο νεῦμα τοῦ πατέρα πού ἔβαζε πλάτη γιά νά στηρίξει τό μέλλον μας. Διαστέλλονταν τό μυστήριο, ὅλα μαζί ἦταν οἰκογένεια. Γιά αὐτό μετά τό ἀπόδειπνο κατέβαιναν οἱ ἅγιοι καί συμπλήρωναν ἔλαιο στό καντηλάκι τῆς ψυχῆς μας. Τήν ἄλλη μέρα ὅταν ἐρχόνταν τό φῶς ἕνα βαθύτερο φῶς τό ὑποδεχόνταν. Τό ἱερό τοῦ τρόπου μας.
«Τή γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική» (Ὀ.Ἐλύτης)
Σά φῶς ἐπικάθεται καί τό πρῶτο γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου πάνω στή λήθη νά διαβάζεις ἀ-λήθεια. Νά δεῖς τήν ἀλήθεια ὡς ἀρχέγονη μνήμη. Νά νιώσεις ὥς τό μεδούλι τίς φλέβες τοῦ γένους νά διψοῦν τήν ὀμορφιά πού δικαιώνει τή γέννηση.
Ὄχι ἀλλότριες ἀλλοφροσύνες, ὄχι οἰκο-αγένειες γενοκτονίας. Ἀκριβό τάμα Θεοῦ σέ χρόνο καί αἰωνιότητα τό γένος. Λάλον ὕδωρ ζῶν, στάλα τή στάλα, γενιά τή γενιά γονιμοποιεῖ γῆ καί γαλήνη. Τό ἐδῶ καί τό ἐπέκεινα τοῦ θαύματος.
Κατά τή συγκατάβαση τῆς ἐνσαρκώσεώς του ὁ ἵδιος ὁ Χριστός μᾶς δείχνει τό οἰκογενειακό λίκνο ὄχι ὡς παραδοσιακή δομή ἀλλά ὡς φάτνη τῶν ἐσχάτων.
Κάθε πού ἐκπίπτουμε ἀπό τήν τάξη τοῦ θαύματος τόν Λόγο ἀντικαταστᾶ ὁ Δόλος μέ προβιά «ἱεραποστολῆς». Δέν θά πεθάνεις, λέει ὁ διάβολος, θά γίνεις Θεός. Πώ πώ! Τί ἱεραποστολικό σθένος, νά γίνεις Ποιητής, Δημιουργός, Πατέρας! Ἄμ δέ! Σιγά μή θέλει ὁ χαιρέκακος νά γίνεις Θεός. Νά ἀντικαταστήσει τό Θεό θέλει καί σέ χρησιμοποιεῖ. Γνώσεις καί διαχωρισμό, ὄχι φωτισμό καί κοινωνία. Κόψε, ἄρπαξε, πάρε. Τί; «Καταναλωτικά ἀγαθά». Τό ἀγαθό, ὅμως δέν εἶναι πρός κατανάλωση ἀλλά πρός κοινωνία.
Μεγαλώνοντας μᾶς πέταξαν ἔξω ἀπό τή φύση. Μᾶς μιλοῦσαν για νόμους τῆς φύσης εὐνουχίζοντάς μας ἀπό τή φύση. Ἡ ἐπιστήμη ἔγινε ὁ Δούρειος Ἵππος ἅλωσης τοῦ μυστηρίου της. Ὅλα πιά ὕλη, ὅλα πρός χρήση. Διαφωτισμός χρησιμοθηρίας. Αὐτή ἦταν ἡ πρώτη ἅλωση μετά τήν πτώση. Ἡ χειραγωγημένη ἀποκοπή μας ἀπό τό ἱερό καί τό μυστήριο πού ἔφερε τόν βιασμό τῆς φύσης καί στό τέλος τό οἰκολογικό ἀδιέξοδο.
Μετά τήν ἅλωση τῆς φύσης παίρνει σειρά ἡ ἅλωση τῆς φύσης μας. Μιά πού κηδεύσαμε τό ἱερό καί τό ἀποσυνδέουμε ἀπό τή ζωή, ὥρα νά τό ἀποσυνδέσουμε καί ἀπό τόν βίο μας. Σιγά σιγά, σέ ἀνεπαίσθητες ἀφομοιώσιμες δόσεις. Κλιμακωτά ἡ ἀλλοτρίωση τῆς ἀντίληψης. Ἔτσι σέ πρώτη φάση ἀφαιροῦνται ἀπό τήν παιδεία ὅσα στοχεύουν στήν ἀγωγή. Ἐξοστρακίζονται θεολογία, φιλοσοφία, ποίηση καί ὅ,τι φέρνει τόν ἄνθρωπο ἀντιμέτωπο μέ τό αἴνιγμα τῆς ὕπαρξής του. Δίχως «γράμματα σπουδάγματα τοῦ Θεοῦ τά πράγματα», δίχως μέτρο, ἀρετή καί μυσταγωγία ὁ ὑπαρξιακός ἄξονας στρέφεται-διαστρέφεται πρός κατανάλωση, ἡδονή καί φιλαυτία.
Δίχως ἱερότητα, δίχως μυστήριο δέν ἔχουμε πιά νά λογοδοτήσουμε πουθενά. Ὅ,τι θέλουμε κάνουμε. Δόλια περνάμε στήν «ἐλευθερία τῶν ἐπιλογῶν», πού οἱ «διαμορφωτές τῆς κοινῆς γνώμης» χειραγωγοῦν καί κατευθύνουν μέ τίς λάγνες σειρῆνες τῶν ΜΜΕ. Χρόνους καί χρόνους πολιορκούμεθα ἀπό τίς μαύρες τρύπες αὐτοῦ τοῦ ἄσελγου σύμπαντος. Ἀπεκδυόμαστε οὐσίες.
Μέ τή θεσμοθέτηση τοῦ πολιτικοῦ γάμου πρακτικά περνᾶμε στή θεσμική ἀποβολή τοῦ μυστηρίου. Ὁ γάμος ὡς νομική σύμβαση, ὄχι ὡς μυστικός ἀναβαθμός. Προπαγανδίζεται ὡς μέριμνα γιά τούς ἀποϊερωμένους πιά πολίτες, ἀλλά ἔμμεσα ἀνοίγει ὁ δρόμος γιά ἀλλότρια εἴδη γάμου.
Στά δεκαπέντε σου θά ἐπιλέγεις τό φύλο σου. Ξέρεις γιατί; Ὄχι γιατί δέν ἔχεις φύλο, ἀλλά γιατί στήν πραγματικότητα πίσω ἀπό ὅλα αὐτά εἶναι οἱ πονηροί τοῦκαιροῦ πού δέν ἀντέχουν νά βλέπουν τό «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πρόσωπό σου.
Οὔτε τό «καθ’ ὁμοίωση» Θεοῦ ἀντέχουν. Δέν εἶναι τυχαῖο πού ἡ κυβέρνηση πού τά θεσμοθέτησε δέν ὁρκίστηκε στό Εὐαγγέλιο. Καί ἐπειδή τό «καθ’ ὁμοίωση» περνᾶ μέσα ἀπό τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης, παίρνει σειρά τό ζευγάρι. Στεῖρα ζευγάρια. Ὁμοφυλόφιλα, λένε ἀλλά εἶναι προφανές ὅτι ἐννοοῦν στειρόφυλα.
Δίχως ἀπογόνους πού ὑποστασιάζουν τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Τώρα δέν συμφέρουν οἱ φυσικοί νόμοι πού μᾶς δίδαξαν. Πέρα ἀπό τό καταφανές τῆς βιολογίας, ἄς θυμηθοῦμε πώς κάθε μορφή ἐνέργειας γιά νά ρέει χρειάζεται τό δίπολο τοῦ θετικοῦ καί τοῦ ἀρνητικοῦ πόλου. Ὡάριο δέν ἑνώνεται μέ ὡάριο, οὔτε σπερματοζωάριο μέ σπερματοζωάριο. Χρειάζεται ἡ συμπληρωματική τάση δυνάμεως. Ἡ ψυχή χάνει τόν βηματισμό τῆς ἀναπνοῆς της μέ ἀκρωτηριασμούς καί μονομέρειες πού εὐνουχίζουν τό ρεῦμα τῆς ζωῆς.
Τί νομίζετε ὅτι ἔπεται; Μά εἶναι προφανής ἡ θεσμοθέτηση τῆς υἱοθεσίας τέκνων ἀπό τά «ζευγάρια» αὐτά. Τά τέκνα θά χρησιμοποιηθοῦν ὡς ἐξιλαστήρια θύματα δικαιολόγησης τῆς ἀλογίας τους.
Γιά ἐμᾶς ὡστόσο «γενιά» εἶναι ἡ σκυτάλη τῆς συνέχειας στό στάδιο τοῦ βίου. Ὁ γενναῖος πού τιμᾶ τό γένος του. Δέν εὐνουχίζεται ἀλλά εὔνους διασώζει στά ὑπαρξιακά του κύτταρα τή συνολική μνήμη τοῦ γένους του. Συνεχίζει ἐμφυσώντας τιμή συνειδήσεως ἀποστολῆς στούς ἀπογόνους του.
Ἡ τιμή αὐτή εἶναι ἀκύρωση θανάτου καί ἀπόκριση ἀπό τήν ἐλευθερία τῆς ὕπαρξης. Ἔρωτας βαθύς ἀπό τό ἐρῶ πού δηλώνει ἔνλογη ἀγάπη ἀπό τή γενναιότητα τῆς συν-ουσίας.
Οἰκογένεια εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ ἤθους κι αὐτός οἰκοδεσπότης τῆς γενιᾶς τουσυγυρίζει τό ὕψος της.
Μέσα στά πλαίσια τῆς ἀληθινῆς οἰκογένειας, δέν σιωποῦν μέσα μας αὐτοί πού φεύγουν· μένουν. Ὀργανικά καί συνειδητά μπολιάζουν τή ζωή μας. «Συνεχίζουμε τή δική τους ζωή κάτω ἀπό τόν ἥλιο.» (Γ. Ρίτσος)
«Μιά ἀτελεύτητοι σειρά πρόγονοι,
ἀγριωποί, βασανισμένοι, περήφανοι
κινοῦσαν τόν κάθε μου μυώνα.
Ὤ ναί, δέν εἶναι μικρό πράγμα
Νά ’χεις τούς αἰῶνες μέ τό μέρος σου!» (Ὀ. Ἐλύτης)
Δέν εἶναι μικρό πράγμα ἀλλά μυστήριο μέγα, νά μήν εἶσαι ὁ τωρινός ἀλλά ὁ ἀπ’ ἀρχῆς τῆς γενιᾶς σου, νά ’χεις τή δυναμική τόσων ἀποθησαυρισμένων αἰώνων στίς φλέβες σου.
Διότι ἡ ζωή δέν εἶναι ἁπλή συνέχεια.
Εἶναι γενναιότητα γένους. Ἄνοιγμα ἑπτασφράγιστων ὁδῶν καί ὁριζόντων. Ὄχι ἁπλή συνάθροιση ἀλλά σύνταξη ἐνγενῶν καί εὐγενῶν δυνάμεων, «πάππου πρός πάππου», μνημονευομένων κάθε στιγμή στήν πνοή σου.
Μέ ἀγγελική φύση στρέφεται ἡ συνείδηση τοῦ νεογνοῦ σάν σέ πηγή στό τρυφερό στῆθος τῆς μητέρας, σάν σέ ἥλιο στά στιβαρά χέρια τοῦ πατέρα.
Στό στίβο τοῦ βίου θά οἰκοδομήσει τόν Παρθενώνα του μέ τούς κίονες γονιῶν καί προγόνων.
Κυοφορήθηκε γιά νά ἀνδρωθεῖ νά λειτουργήσει τήν Ἁγια-Σοφιά τοῦ τρόπου μας.Νά σπουδάσει στήν εὐγένεια τῆς γενέθλιας γλώσσας τήν κοινή ρίζα τῶν λέξεων γένος, γίγνομαι, γόνιμος, γνήσιος, γενναῖος, γηγενῆς, νά ἐννοήσει πώς
«Εὐγενές μέν γάρ ἐστι τό ἐξ ἀγαθοῦ γένους,
Γενναῖον δέ τό μή ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὐτοῦ φύσεως». (Ἀριστοτέλης)
Καί ὡς Ἁι-Γιώργης νά φονέψει τῶν ἁλώσεων τό δράκο καί νά ὁμολογήσει γόνιμα πώς
«Οὐκ ἑάλω ἡ βασιλεύουσα ψυχή τῶν ἀνθρώπων!»*
* : Παραλλαγή στόν Ν. Βρεττάκο
Από το περιοδικό "Πειραϊκή Εκκλησία" τχ 304 (αφιέρωμα στην Οικογένεια) Ιούνιος 2018.
πηγή ψηφιακού κειμένου: Aντίφωνο