Γράφει η Κατερίνα Αθηνιώτη Παπαδάκη
"Τό βαρύ φύλλον τῆς αἰωνιότητος» εἶναι ὁ ἄνθρωπος
κάθε φορά πού ὁ τρόπος μας τόν καταντᾶ ναυάγιο".
Εἶναι τραγικό ἀλλά ὀ στίχος κυριολεκτεῖ.
Ὁ τρόπος τῆς ἀνθρωπότητας γίνεται πιά τό βαρύ φύλλον τῆς αἰωνιότητας.
«λευκήν σελίδα μέ μυστηριώδη γράμματα τῆς ἱστορίας τοῦ πόνου» ( συνεχίζει ὁ Παπαδιαμάντης).
Μέ κάθε ναυάγιο ὡς ἀνθρωπότητα
Ναυαγοῦμε ὡς πρός τήν αἰωνιότητα.
Πληροφορούμαστε γιά ναυάγια ὅπως πληροφορούμαστε γιά τόν καιρό.
Ἔτσι λιγοστεύουμε τόν καιρό καί ὁ καιρός μας λιγοστεύει.
Ἡ εἴδηση ἀντικατέστησε τή συνείδηση.
Τήν πραγματικότητα δέν τήν ἐνδιαφέρουν οἱ εἰδήσεις ἀλλά οἱ συνειδήσεις.
Γιά αὐτές θά ἔπρεπε νά πληροφορούμαστε ὥστε νά μήν χάνουμε τήν πυξίδα τῆς ἀνθρωπιᾶς μας.
«Σκυλοκοῖτες καί νεκρόσιτοι κι ἐρεβομανεῖς
κοπροκρατοῦν τό μέλλον»(Ο. ΕΛΥΤΗΣ)
Ἡ Σκύλλα τῶν χρηματιστηρίων καί ἡ Χάρυβδη τῶν ἀγορῶν
κατασπαράζουν τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας.
Λιγοστεύουμε. Μέ κάθε σῶμα πού χάνεται, χάνεται τό δικό μας σῶμα.
Χάνεται τό σῶμα μέ τό ὁποῖο περνᾶ ὁ Θεός στήν ἱστορία.
Λιγοστεύουμε. Μέ κάθε ναυάγιο λιγοστεύει ἡ ἀλήθεια μας.
Μέ κάθε ναυάγιο λιγοστεύουμε ὡς πρός τήν ἀλήθεια. Χάνουμε τήν ἁγιότητά μας.
Δέν συλλαβίζεται μέ πτώματα ἡ ἁγιότητα.
Βαρίδι ἔγινε τό φύλλον τῆς αἰωνιότητας, ναυαγοῦμε πλέον ὡς ἀνθρωπότητα.
Τό μάτι μας γυάλινο, πιό ψυχρό καί ἀπό τό θάνατο.
Διότι στό θάνατο ἔχεις τό τραγικό σκήνωμα τῆς ψυχῆς στά χέρια νά ραπίσει τή συνείδηση ,
ἐνῶ στό γυαλί δέν ἔχεις τίποτε. Ἤ μάλλον ἔχεις σέξ καί βία νά σέ ἀπανθρωποποιοῦν.
Τά τριάντα ἀργύρια τῆς προδοσίας ἔγιναν ὁ διεθνής τρόπος μας.
«…Μόνο ἕνα πράγμα θά προσθέσω, πού μέ κυνηγᾶ ἀκόμη τώρα:
τήν Προδοσία στή Σκοτεινή ἐκκλησία.
Ὁ Ἰησοῦς εἶναι στή μέση τριγυρισμένος ἀπό κεφάλια ,
στό δεύτερο πλάνο, λόγχες στρατιωτῶν.
Ὁ Ἰούδας εἶναι πολύ νέος, φορεῖ ἄσπρα,
καί τά μάτια του καταντοῡν θαμπά
μπροστά στά ἐξαιρετικά δυνατά μάτια τῶν ἄλλων πού τόν καρφώνουν.
Δέν μπορῶ νά διώξω ἀπό τή μνήμη μου τά φοβερά αὐτά μάτια,
ἴσως γιατί, τήν ὥρα πού τά κοίταζα,
συλλογίστηκα πώς τήν προδοσία θά τήν ὁνόμαζα, ἀδιαφορία».( Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ)
Κι ἔγινε ἡ προδοσία ὡς ἀδιαφορία, ἀπό τά ἐλάχιστα ἔως τά μέγιστα, δεύτερη φύση μας:
«Ἔρμα τά μάτια πού καλεῖς, χρυσέ ζωῆς ἀέρα»(Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ)
ΥΓ. Ἡ εἰσαγωγική ἁγιογραφία εἶναι ἀπό τή Σκοτεινή ἐκκλησία τῆς Καππαδοκίας
καί φωτογραφήθηκε ἀπό τόν Ἀθανάσιο Μάργαρη
πού μαζί μέ τό σχετικό κείμενο τοῦ Σεφέρη πού μοῦ ἐμπιστεύτηκε
, ἔδωσε πνοή ὡς ἐπανάληψη τοῦ θείου δράματος στόν λόγο.