Νίκησα του Αι Γιάννη
όλους τους φόβους μου
, τον ήλιο κατέβασα στον γιαλό
το φεγγάρι μεσοπέλαγα.
Μονό αυτήν την κοπέλα
στην αυλή με τα τριαντάφυλλα,
που πλένει και απλώνει τα ρούχα
αυτής το φόβο δεν μπορώ να νικήσω
,
Εκείνο το χτενάκι στα μαλλιά
το άσπρο της το δέρμα,
θάλασσα μου το λαχταρώ
και ο φόβος στην φωνή μου τρεμοπαίζει
.
Αχ τον ερωτά σου αποζητώ
καιρό τωρα στο παραθύρι,
κόρη θεού, κόρη Ιούδα
και με έχεις ζαλισμένο .
Και αν θες το δόρυ το λαμπερό
πάρε και χτύπα στα πλευρά μου,
αίμα καρδιάς λαχταράς να πετάξω
το δέρμα σου το λευκό σταλιά σταλιά
να αγγίξω.
Τρέμει η φωνή μου μίλα, πες,
ποιανής θάλασσας ταραχή κουβαλάω,
ποιανής ερήμου την θέρμη φέρνω μέσα και μαζί μου,
σε πηγάδι στεγνό ηχώ φιλιού παράξενο
πως νιώθω.
Δύναμη ταραχής και αγωνιάς έχω μέσα μου
και όλο λέω να κάνω το πρώτο βήμα,
και από την μέση την λεπτή
χορό τρελό,
φιλί τρελού να έρθω να σου δώσω.
(από τους έρωτες μου)