Μια ανάμνηση κρυμμένη
που λύση περιμένει,
το βλέμμα μου στρέφω
σε κάμαρα φωτισμένη με κεριά.
Και ένας ήχος γλυκός
περνά μες την ψυχή μου,
τώρα μπορείς να πεθάνεις
μαζί μου απολεπισμένα με φωνάζει.
Και σαν πληγωμένο ζώο ακούω
ουρλιαχτά,
κλείνω την πόρτα πίσω μου
με κρότο προτού με πάρει τα μυαλά.
Και ούτε ένα δάκρυ δεν θα δεις
στα μάτια μου να τρέχει,
μπάρκο θα κάνω σε καράβι σκοτεινό
στα έρμα δίπλα, την βάρδια θα περνάω.
.
Ούτε μια προσευχή δεν θα κάνω
στους δύσκολους καιρούς τους αγριεμένους,
μόνο θυμό θέλω να έχω
στης θύμησης την ώρα.
Από τις φτωχές τις λέξεις μου
μαντίλι θα υφαίνω,
την όραση της μνήμης μου
τα μάτια να σφραγίσω,
και έτσι αθώρητος
στα βράχια το σκαρί μου θα τσακίσω.