Φωτιές τα καράβια μας
και εσύ κάνεις δεήσεις,
στους ναύτες, στην θάλασσα
και σ’ όλους τους πνιγμένους.
Πικρή είναι πια η θάλασσα
και όλο μας στενεύει.
Μαύρο μετάξι οι ψυχές αυτές
που γέμισαν τις ακτές,
της Λέσβου και της Χίου.
Και τι μας άφησαν εμάς
να βλέπουμε,
τον γλάρο των ονείρων μας
που οι έμποροι τον κάρφωσαν
στο σταυρό του καταρτιού μας.
Επτά χρόνια τώρα μες στις θαλασσοταραχές
μαύρισαν τα φτερά του,
που αν τον δεις από μακριά
κοράκι τον εκάνεις.
Και εμείς με βλέμμα χαμηλό
ήχο νοσταλγίας στο βρεμένο νησί μας
ψάχνουμε να βρούμε.
Η ένα όνειρο να μας δώσει
ένα δάκρυ, ένα το χαμόγελο,
να βρούμε ξανά ζωή, μια μικρή ελπίδα.
Μην πάει άδικα το ταξίδι του Οδυσσέα,
η Ιθάκη να είναι μπροστά μας.
Και εμείς να κρατάμε το νήμα της Αριάδνης
μην δεν μας βρει το τέρας,
που από φόβο τα αγαπήσαμε
με περίσσιο μίσος,
όπως τον έρωτα που μας γύρισε την πλάτη.
Και τώρα το παράνομο φορτίο
που οι έμποροι μας φόρτωσαν
χρόνια επτά σακατεμένα,
τρόπο ψάχνουμε μόνοι μας
να το ξελιμπάρουμε.