Άπλωσες την καρδιά σου
στην αμμουδιά, στον χειμωνιάτικο ήλιο,
και κάηκε από το κρύο βλέμμα σου
από το παγερό χαμόγελο σου.
Ο αερας κτύπα τα φτερά σου
μα η γη σε τραβά
όπως και την ψυχή σου
πώς να πετάξεις ανάλαφρη
στα ουρανιά,
πώς να πετάξεις όταν τα όνειρα σου
είναι δεμένα με ουσίες.
Αγκομαχά το απαρνημένο όνειρο,
αγκομαχά για την γαληνή,
μα η βελόνα και ουσία δεν έχουν τελειωμό.
Τις όμορφες φτερούγες της λευτεριάς άνοιξε,
ρίξε την φλόγα της νιότης για ζωή,
τίναξε τον αυχένα σου να λύσουν τα μαλλιά σου
πάτα ζωή, πάτα την γη, τινάξου στον αέρα.
Πάρε νερό, πάρε ψωμί, πάρε κομμάτι ουρανό,
πάρε αγκαλιά τον έρωτα και έλα στην ζωή.