Να χτυπά η λύρα
την φωτιά,
στα πόδια του αναστενάρη
και η κοπελιά να καίγεται,
στης γκάιντας τον αέρα.
Στροφές να φέρνουν
οι καημοί,
του έρωτα οι πόνοι,
και εκείνο τα αρσενικό με το μαντίλι
στο λαιμό,
το κάρβουνο να σβήνει.
Τι και αν δεν τον λένε Κωνσταντή,
και αν δεν την λεν Ελένη,
φωτιές ανάβουμε και σβήνουνε
στον ερωτά επάνω.
Έχουνε κάρβουνο στην καρδιά,
κάρβουνο στα πόδια,
και με της λύρας τον ρυθμό
να σβήσουν προσπαθούνε,
χορεύοντας στην γη την ορφική
με τα πολλά ποτάμια.