Έχουμε υφάνει χρόνια δώδεκα
όλους τους πόνος του λαός μας,
χειμώνες καλοκαίρια πλέκαμε
θηλιές μες τον λαιμό μας.
Φωνάζαμε στους δρόμους για ζωή
και ήμασταν πολλοί και ενωμένοι,
εξαντλημένα πια τα στόματα
εύκολα τα φιμώνουν.
Δυο τάματα και ένας Αλέξανδρος
μνήμες μπροστά μου φέραν,
φως του αιγαίου αγναντέψαμε
και όλα τα νερά στις Πρέσπες.
Και ανά κάποιοι αποφάσισαν
για μας παιχνίδι γκρόσο,
τρικλοποδιά στο συναίσθημα μας έβαλαν
να μας άρπαξαν τα σπίτια.
Τώρα πάλι ο φοίνικας
το σβέρκο μας δαγκώνει,
αυτοί το λένε κανονικότητα
και εμείς το λέμε τάφο.
Το βλέμμα στρέφουμε στα σπίτια μας
με ανοιχτό το παραθύρι,
και τα κεριά στην κάμαρες
καίνε τους καημούς μας.
Βάζουμε το πόδι μας μπρος αριστερά
και σπίθα στο μπαρούτι,
ρίχνοντας βλέμμα πίσω μας
στου Μεσολογγιού την πύλη .