Πρόκειται για τα μνημεία:
1. Του Ενετικού Πύργου της Αιδηψού διαστάσεων 7,30 Χ 6,50 μ.
2. Της Εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, ίχνη της οποίας βρίσκονται σε απόσταση 150 μ. νοτιοδυτικά του καινούριου ναΐσκου και περίπου 50 μέτρα δυτικά του Πύργου, μέσα στην απότομη κατωφέρεια του λοφίσκου.
(ΣΣ: ακολουθεί μετά το Video το υπόλοιπο πληροφοριακό κείμενο για τα μνημεία)
Η κοινή ιστορία των δύο μνημείων αρχίζει μερικές δεκαετίες μετά την κατάκτηση της Εύβοιας από τους Ενετούς (1205). Η κατάκτηση αυτή επακολούθησε της γνωστής σε όλους καταλήψεως της Κωνσταντινούπολης υπό των Σταυροφόρων της Δ΄ Σταυροφορίας την 13η Απριλίου 1204.
Η Εύβοια δόθηκε στο Βασίλειο της Θεσσαλονίκης και ο Βονιφάτιος την παραχώρησε σε τρεις ευπατρίδες από την Βερόνα, που ονομάστηκαν Τριτημόριοι (Terzieri). Από αυτούς επικράτησε ο Rabano della Carceri, ο οποίος το 1209 παρέδωσε την Εύβοια στην εξουσία των Βενετών.
Η Ενετοκρατία στην Εύβοια διήρκεσε από το 1205 μέχρι το 1470. Κατά το διάστημα αυτό σε ολόκληρο το νησί κατασκευάστηκαν νέες ή διαμορφώθηκαν αρχαιότερες οχυρώσεις, καθώς επίσης και φρυκτωρίες (φρυκτός = πυρσός και ώρα = φροντίδα). Φρυκτωρίες ήταν οι εγκαταστάσεις σε υψηλές τοποθεσίες, μέσω των οποίων μεταδίδονταν σε μακρινές αποστάσεις οπτικά σήματα με φλόγες την νύκτα και καπνούς την ημέρα.
Σήμερα σώζονται αρκετά τέτοια μνημεία της Ενετοκρατίας (κάστρα, πύργοι και φρυκτωρίες) σε ολόκληρη την Εύβοια (κυρίως στο νότιο τμήμα). Άλλα από αυτά τα μνημεία εξακολουθούν να βρίσκονται σε καλή σχετικά κατάσταση, ενώ άλλα βρίσκονται ερειπωμένα ή εντελώς κατεστραμμένα.
Ο Πύργος της Αιδηψού είναι μία από αυτές τις ενετικές οχυρώσεις, που δημιουργήθηκε παράλληλα με έναν μικρό καθολικό ναΐσκο στο όνομα της Αγίας Παρασκευής. Μιας Αγίας και Μάρτυρος, που τιμάται εξίσου τόσο από τους Ορθόδοξους, όσο και από τους Καθολικούς Χριστιανούς.
Σύμφωνα με τις ταυτιζόμενες απόψεις των Ευβοέων ερευνητών και μελετητών, ο Πύργος και ο ναός χτίστηκαν για τις ανάγκες της Βενετής Κυράς Αιδηψού και Λιχάδων, Βαρόνης Πετρονέλλα Τόκκο, που χρησιμοποιούσε προφανώς τον Πύργο ως καταφύγιο και το εκκλησάκι για τις θρησκευτικές ανάγκες, τόσο της ίδιας, όσο και της φρουράς της. Η Πετρονέλλα Τόκκο, διετέλεσε Κυρά της Αιδηψού και των Λιχάδων μεταξύ των ετών 1383 και 1410. Αποχώρησε το 1410, προφανώς λόγω των συνεχώς αυξανόμενων πειρατικών επιδρομών κατά την εποχή εκείνη στην Βόρεια Εύβοια.
Δεν είναι τυχαίο μάλιστα πως σε μία από τις πιο οργανωμένες πειρατικές και ληστρικές επιδρομές που έγινε το 1414 από στεριά και θάλασσα, η Αιδηψός, τόσο η αρχαία (σημερινή Λουτρόπολη), όσο και η νεώτερη (χωριό) κατεστράφησαν ολοσχερώς και οι κάτοικοι τους πουλήθηκαν ως σκλάβοι στα παζάρια της Ανατολής και της Β. Αφρικής.
Μάλιστα δεν θα ήταν καθόλου παράδοξη η υπόθεση πως η αποχώρηση της Βενετσιάνας Κυράς, σχετίζεται εμμέσως με αυτή την οργανωμένη πειρατική επιδρομή, υπό το δεδομένο πως ήταν εξ αρχής γνωστή στους Ενετούς. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από καταγεγραμμένες μαρτυρίες ερευνητών εκείνης της εποχής, που αποκαλύπτουν πως οι Βενετσιάνοι ναυτικοί του Αιγαίου, έκαναν πολλές οικονομικές συμφωνίες με τους πειρατές, επιτρέποντας με το αζημίωτο τέτοιες αποκρουστικές πράξεις.
Η καταστροφή του Πύργου είναι άγνωστο από πότε ξεκίνησε, όπως επίσης δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως, αν ο λατινικός ναός της Αγίας Παρασκευής λειτούργησε για κάποιο διάστημα και ως Ορθόδοξος, προφανώς κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και μετά. Το μόνο γνωστό σήμερα είναι πως η περιοχή του Πύργου είναι μετόχι της Μονής Αγίου Γεωργίου μαζί με το νέο εκκλησάκι της Αγίας.
Η πιο αξιόπιστη προσέγγιση γίνεται το 1977 από τον γνωστό ερευνητή Χαράλαμπο Φαράντο ο οποίος γράφει: «Είναι μικρή εκκλησία, μονόχωρη, με ημικυκλική κόγχη ιερού, αλλά κατερειπωμένη. Σώζεται μόνο η ημικυκλική κόγχη του ιερού σε ύψος 1.20 μ. Η εξωτερική τοιχοδομία δε φαίνεται γιατί είναι σκεπασμένη από τα χώματα του υπερκείμενου λόφου. Τα υλικά με τα οποία κτίστηκε η εκκλησία είναι αργοί λίθοι, πλίνθοι, σχιστόπλακες και παχύ κονίαμα. Το δάπεδο είναι αθέατο. Η εκκλησία χρονολογείται πιθανόν στον 18ο αιώνα».
Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή το παλιότερο λατινικό εκκλησάκι προφανώς επισκευάστηκε και λειτούργησε ως ορθόδοξο μέχρι να καταστραφεί πιθανότατα από τις ορδές του Περκόφτσιαλη το 1823. Υπάρχει ακόμη και μια παράδοση που θέλει την εκκλησία να προϋπάρχει της Ενετοκρατίας και να ανήκει στην Μονή Θερμών (που κατεστράφη κατά τον 15ο αι.). Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να υποθέσουμε πως ο ναός της Αγίας Παρασκευής χτίστηκε ως Ορθόδοξος, μετετράπη αργότερα σε Καθολικό και ακολούθως έγινε και πάλι Ορθόδοξος μέχρι την καταστροφή του το 1823. Η περίοδος μάλιστα κατά την οποία ο ναΐσκος λειτούργησε ως Καθολικός, έδωσε στην περιοχή αυτή της «Αγίας Παρασκευής» το προσωνύμιο «Φραγκούλα», που μέχρι και σήμερα χρησιμοποιείται από τους κατοίκους της Αιδηψού.
Σήμερα (2018) τα σωζόμενα ίχνη του μνημείου είναι δυστυχώς λιγότερα από αυτά που περιγράφει ο Χ. Φαράντος το 1977. Δύο κυπαρίσσια σηματοδοτούν το σημείο που βρισκόταν ο ναός. Αυτός που θα καταφέρει να πλησιάσει το δυσπρόσιτο πια σημείο θα μπορέσει να δει λίγα σημάδια από την κόγχη του ιερού.
Αντίθετα με τα ίχνη του παλαιού ναού της Αγίας Παρασκευής, τα ερείπια του Πύργου δεν παρουσιάζουν σοβαρές αλλοιώσεις σε σχέση με την εικόνα που παρουσίαζαν πριν 50 χρόνια.
Από ότι παρατήρησα κατά την τελευταία μου επίσκεψη (Απρίλιος 2108) πρέπει να υπάρχει κάποια σύγχυση σε ότι αφορά την ταυτότητα της παλαιάς εκκλησίας, αφού κάποιοι θεωρούν πως ήταν του Αγίου Παντελεήμονος. Η σύγχυση μάλλον προέρχεται από το εικονοστάσι, που έχει στηθεί κοντά στα ερείπια του Πύργου, με την εικόνα του Αγίου Παντελεήμονος.
Εκτός όμως από την αναγκαία ενημέρωση της τοπικής κοινωνίας για την ιστορική ταυτότητα των μνημείων μας, επιβεβλημένη είναι η προστασία των εναπομεινάντων ερειπίων από αυτά τα δύο μνημεία, καθότι είναι άμεσα συνδεδεμένα με την ιστορία της περιοχής.
Καλέμης Αλέξανδρος
Βιβλιογραφία
1. Χαρ. Φαράντου: «Η Αιδηψός και αι περί αυτήν παραδόσεις» (ΑΕΜ ΙΗ 1972)
2. Χαρ. Φαράντου: «Βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες σε περιοχές χωριών της Β. Εύβοιας» (ΑΕΜ ΚΑ 1977)
3. Θόδωρου. Σκούρα: «Οχυρώσεις της Εύβοιας»
4. Δημήτρη Δεμερτζή: «Συλλογή τοπωνυμίων της νήσου Εύβοιας». (ΑΕΜ ΙΑ 1964)
5. Χρυσοστόμου Θέμελη: «Ευβοϊκή Μοναστηριολογία».
6. Άγγελου Στέφου: «Ιστιαία»
7. Τάσου Παπαποστόλου: «Λαογραφικά Β. Εύβοιας»
8. Αλέξανδρου Μωραϊτίδου: «Με του βορηά τα κύματα»
9. Γιάγκου Τσαούση: «Ευβοϊκή Εγκυκλοπαίδεια»
10. Κυριάκου Σιμοπουλου: Τόμος Α΄«Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 330-1700»