Ήταν παραμονές Χριστουγέννων και έπρεπε να στολίσω το σπίτι. Κάπου στην αποθήκη, καρτερικά περίμενε εκείνο το δένδρο. Χρόνια τώρα, το ίδιο στόλιζα και ξεστόλιζα. Κάθε χρόνο με διαφορετική ψυχολογία. Αλήθεια, τώρα πια η μνήμη μου με είχε προδώσει. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πόσες χρονιές το στόλιζα χαρούμενη, πόσες από υποχρέωση και πόσες έτσι για να το κάνω. Κάθε στολίδι και ένα συναίσθημα. Κάθε στολίδι και μια καινούργια αγάπη ή ένας καινούριος χωρισμός. Πότε λύπη, πότε χαρά.
Τα χρόνια πέρναγαν με ένα ξόδεμα ζωής. Το δένδρο ήταν το μόνο που παρέμενε το ίδιο. Ίσως, όμως, με τα χρόνια να είχε ρουφήξει κάποια δικά μου συναισθήματα. Κατέβηκα άκεφη στην αποθήκη. Το πήρα με το κουτί και το ανέβασα στο σαλόνι να το ανοίξω. Προσπάθησα να το στήσω. Περίεργο, δεν στεκόταν, μέχρι που σωριάστηκε κάτω, ανίκανο πια να συνεχίσει το σκοπό του.
Μα γιατί; Γιατί άραγε; Αναρωτήθηκα, λες και θα μπορούσε να μου απαντήσει.
Κι έτσι που το κοίταζα, ένα σωρό πράσινα πλαστικά φύλλα, σαν να άκουσα να μου λέει «Με κούρασες τόσα χρόνια. Πολλά μου φόρεσες στολίδια. Πότε χρυσά, πότε ψεύτικα. Με φόρτωνες λαμπάκια, έτσι για να λες πως υπάρχει λάμψη στην ζωή σου. Ήταν που δεν καταλάβαινες πως την στόλιζες στα ψεύτικα, πως από μόνα τους τα λαμπάκια δεν μπορούσαν να την κάνουν φωτεινή. Κι έτσι πέρασαν τα χρόνια και εσύ συνέχισες στολίζοντάς με ψεύτικα. Μπάλες πολλές και χρυσοποίκιλτες, μα τόσο άδειες. Καμπανούλες που ποτέ δεν χτύπησαν χαρούμενα. Ελαφάκια, πάνινες καρδούλες, όλα ψεύτικα, όλα για λίγες μέρες. Τόσα χρόνια μόνο για λίγες ευτυχισμένες μέρες».
Βγήκα από το σαλόνι. Άναψα τσιγάρο. Πόσα μου δίδαξε, τελικά, αυτό το σωριασμένο δένδρο. Τότε στο μυαλό μου γεννήθηκε μια λάμψη. Και αυτό θα έκανα φέτος. Θα έβαζα ένα καράβι και θα ταξίδευα μαζί του. Εγώ και αυτό μόνο. Δεν θέλω άλλες γιορτές καμουφλαρισμένες από οικογενειακές παγίδες. Κοινωνικές υποκρισίες, συναισθηματικά άδειες.
Δεν θα έβαζα λαμπιόνια στο καράβι μου. Μόνο μια πυξίδα. Μια πυξίδα αγάπης.