Από το βορρά έως το νότο και από την ανατολή ως τη Δύση, αόρατες φιγούρες είμαστε που δεν γνωρίζει η μία την άλλη.
Μόνο ο θάνατος μας εξομοιώνει αφού δεν υπάρχουμε. Η διαφορά είναι μόνο για εμάς, τους ζωντανούς. Εμάς που ζούμε ανάμεσα στη σωτήρια και την τιμωρία.
Όποιος πίσω μένει, αντέχει και υπομένει τον πόνο, τη πίκρα, την απογοήτευση και την απόρριψη, ζει μέσα σε μια ατελείωτη νύχτα.
Ίσως ξεχνάει να βλέπει τις αυγές. Ίσως να χει βυθιστεί σε μια υπαρξιακή του νάρκη. Κι όμως, μετά τη νύχτα ακολουθεί πάντα η αυγή. Ίσως να μη του το χουν πει. Ίσως να μη το χει νιώσει.
Όμως στο βάθος του ορίζοντα, το χαμόγελο περιμένει, σαν ένα μικρό φως αναστατωμένο και γλυκό. Σαν μια σιωπή που γίνεται προσευχή, σαν μια ελπίδα ξαφνική που χει το χρώμα μιας αγάπης που θα τον κάνει να ξαναμυρίσει αρώματα και να ξαναδεί χρώματα.