«Ὁ κάλλει, λέγων ἀλλοτρίῳ ἐπιβάλλων τούς ὀφθαλμούς
οὐκ ἔτι κόρην ἀλλά πόρνην ἔχει τήν τοῦ ὀφθαλμοῦ κόρην»
«ἀλλοτρίῳ»: δηλαδή ξένα τῆς φύσεώς μας. Ὄχι ἄνθρωπος κατά τό ἄνω+θρώσκω (=κοιτῶ πρός τά πάνω), ἀλλά μάλλον άθρωπος μέ α στερητικό + θρώσκω.
Τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχει τό τῆς καθ’ ὁμοιώσεως κέλευσμα.
Ὅταν ὁ πολίτης προσανατολίζεται πρός τόν ἐπαγγελματισμό καί ὄχι πρός τόν εὐαγγελισμό τῆς ὕπαρξης, ὅταν εὐημερία θεωρεῖ τήν κατανάλωση καί ὄχι τήν πνευματική ἄνωση, τότε ἔχει χάσει τό ὀντολογικό του κέντρο. Πρόκειται γιά τό χαμένο κέντρο τῆς οὐράνιας ρίζας πού ἀναγκάζει τόν Ζήσιμο Λορεντζάτο νά διαπιστώσει πώς εἶναι ἀνάγκη νά βροῦμε πρῶτα τρόπους ζωῆς καί μετά τρόπους τέχνης.
Διαφορετικά ἐφυέστατα καί εὐφάνταστα θνητοί διασκεδάζουν τήν θνητότητά τους. Νεκροί θορυβοῦν θάβοντας τούς νεκρούς ἑαυτούς τους. Θά πρόσθετα πώς πρέπει νά βροῦμε πρῶτα ὁδό νήψης καί ὕστερα ὁδό οἰκονομίας, ὥστε νά ἀνακτήσουμε τή βιβλική θέση μας ὡς οἰκονόμοι τῆς κτίσεως καί ὄχι τῶν χρηματιστηρίων. Ἤ, ὅπως εὔστοχα τό θέτει ὁ Χρῆστος Μποκόρος, πρέπει νά οἰκονομήσουμε ἐμεῖς τή ζωή μας καί ὄχι ἡ οἰκονομία ἐμᾶς.
Στίς σύγχρονες κοινωνίες τό πολιτιστικό στάθηκε ὁ Δούρειος Ἵππος τοῦ πνευματικοῦ. Ἀσκήθηκαν νά συγκινοῦνται μέ τόν αἰσθησιασμό καί ὄχι μέ τήν ἀλήθεια. Ἡ θυσιαστική καινότητα τοῦ Τιμίου Ξύλου ἀντικαταστήθηκε μέ τήν ἐγκληματική κενότητα τοῦ Holly-wood. Κινδυνεύουμε νά καταντήσει κοινός μας τρόπος, ὁ τρόπος τῶν ΜΜΕ. Ἐντρυφήσαμε σέ ὁδούς ἀλλοτρίους καί κλονίστηκε ἡ ἀληθινή μας φύση. Ὁ ἱερός μίτος τῶν γενεῶν μεταποιήθηκε σκόπιμα σέ χάσμα γενεῶν. Ἡ νεότητα ἀπογυμνώθηκε και ἀποκόπηκε ἀπό τήν παραδόση πού γνώριζε λειτουργικούς τρόπους ζωῆς καί ἐνατένισης, ἡ παιδεία ἀφοῦ στραγγάλισε τόν σεβασμό καί τό δέος, εὐνούχησε ἀπό τά χέρια μας τό νοῦ καί τήν καρδιά μας. Στριμώξαμε τόσες χρηστικές πληροφορίες στόν ἐγκέφαλό μας πού ἀπομύζησαν τήν θεία δροσιά μας.
Καί ἐνῶ ἐρημοποιημένη ἡ ὕπαρξη στενάζει, στά ἀνοιχτά διάσελα, στίς βαθύσκιες ρεματιές, στά ἀγναντερά ἀκρωτήρια ἀλλά καί στίς πολύβουες πολιτείες κατάσπαρτα ξωκλήσια καί ἐκκλησιές ἐπιμένουν νά συγυρίζουν καί νά ἀνάβουν τήν ἱερότητα τῆς ἀνθρώπινης πνοῆς. Τό Κυριακάτικο σήμαντρο ἐπιμένει νά ταράζει τόν λήθαργο τῆς ἄνω θρώσκουσας φύσης μας.
Ὁ πολιτισμός μας ξεκινᾶ ἀπό τό ψωμί. Τό ψωμί πού σάν ἔπεφτε κάτω τό ἀσπαζόμασταν γιατί ἦταν ζυμωμένο μέ τό προζύμι τοῦ σταυροῦ. Ἡ θεολογία ἦταν κίνηση κάθε πού ἡ μητέρα σταύρωνε τό ρουχαλάκι πρίν μᾶς τό φορέσει, ὑπογράφοντας βιωματικά τό «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Ἡ ραχοκοκαλιά τῆς μέρας ἦταν ἡ προσευχή. Στό ξύπνημα, στό γεῦμα, στό δεῖπνο, πρίν τήν παράδοση στόν ὕπνο, στήν ἐργασία, στή δοκιμασία, στή χαρά καί στή λύπη, στόν χαιρετισμό καί στόν ἐγκαινιασμό κάθε ἔργου. Στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἔστεκε σάν ἄγγελος διακονίας ἡ γυναῖκα που ξεπροβόδιζε σταυρώνοντας τούς ἀγαπημένους της. Μέχρι νά ἐπιστρέψουν ἔπρεπε τά χέρια της νά κάνουν ἀφομοιώσιμα τά ἀγαθά πού προσκομισθήκαν στό σπιτικό της, ὄχι ἁπλῶς για νά τραφοῦν ἀλλά γιά νά θραφοῦν ὅλες οἱ ἐπιούσιες ἀνάγκες τῆς ὕπαρξης. Ἔτσι βασικό συστατικό δέν ἦταν μόνο τό λάδι ἀλλά καί τό ἔλεος τῆς θείας ἀγάπης πού συνεργοῦσε μέ τήν ὑπομονή της.
Ὁ πολιτισμός μας ἔχει τήν ταυτότητα τοῦ ἄρτου τοῦ ἐπιούσιου, τοῦ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάντος. Πολιτισμός μετάληψης, μέθεξης, μετάνοιας, μεταμόρφωσης τά ἄνω ζητῶν καί ὄχι πληροφορίας, γνώσης καί σοφίας τά κάτω φρονῶν. Ἀνάταση καί ἀνάσταση χρωστᾶμε στή ζωή μας καί ὄχι παράταση καί παράσταση.
Ὁ πολιτισμός μας εἶναι ἀναγωγικός. Στίς ἐκκλησίες μας καθετί ἔχει λογοποιηθεῖ ἔτσι πού νά ἀνάγει τόν πιστό πρός τόν Θεό Λόγο. Οἱ τοῖχοι χάνουν τό βάρος τους μέ τήν ἁγιαστική θαλπωρή τῶν εἰκονογραφημένων ἁγίων, ὁ θόλος μοιάζει μέ οὐρανό καί κοιλία πού μᾶς κυοφορεῖ ἐν Χριστῶ. Ἡ ὑμνογραφία μετουσιώνει τή γλῶσσα σέ κλίμακα. Στό πετραχήλι τοῦ ἱερέως ὡς κρόσσια κρέμονται οἱ ψυχές. Ζῶντες καί κεκοιμημένοι συνεσθίουμε Χριστό. Ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα δέν ἀπουσιάζει κανείς. «Τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει, καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ», ὁλόκληρος ὁ ναός ὡς σταυρός ἤ κιβωτός σωτηρίας μᾶς ἀνυψώνει πάνω ἀπό τίς βιωτικές μέριμνες στήν βαθιά εἰρήνη τῆς Βασιλείας.
Ἄν πρέπει νά δώσουμε ἕνα ὄνομα στόν πολιτισμό πού πρέπει νά ἀποζητήσουμε ὥστε οἱ «ἐν σκότει καί σκιά» νά ἐπιστρέψουμε εἰς «τήν ἀλήθειαν» τῆς ὀντολογικῆς μας φύσεως, δανειζόμενη τήν ὑμνογραφική γλῶσσα, θά ἀποτολμοῦσα τό: «Ἀνατολή ἀνατολῶν».
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα προέρχεται από την ενότητα "Ανθρώπων βλέμματα", του Xρήστου Γαρουφαλή.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο