Ο Μαμωνάς ωστόσο, όπως θα θυμούνται οι μεγαλύτεροι, δεν ήταν η επικρατούσα μεταπολεμική αξία. Η έντιμος πενία κυκλοφορούσε ακόμη στα χαμόσπιτα της πόλης, τα αγαθά δεν ήσαν εμπορεύματα, ο αναγκεμένος ήταν καλοδεχούμενος και ο φτωχός δεν ήταν παρίας. Για να έχεις κύρος δεν χρειαζόταν να διαθέτεις χοντρό πορτοφόλι. Αρκούσε να έχεις στιβαρότητα, σοφία, μπέσα και γενναιοδωρία. Το χρήμα δεν ήταν προαπαιτούμενο της χαράς και παρέμενε μέσο κι όχι –σχεδόν μεταφυσικός– σκοπός του βίου. Γι' αυτό και οι μαυραγορίτες (και οι λοιποί τοκιστές σουλατσαδόροι) δεν έχαιραν καμιάς εκτιμήσεως από εκείνους που μοιράζοταν ακόμη το καθαρό τους κούτελο, την φτώχεια και τις προσευχές τους σε αυλές, που φύονταν πολλά λουλούδια αλλά όχι το γαϊδουράγκαθο της εξατομίκευσης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον λέγαν οι άνθρωποι στις προσευχές τους. Το σημερινό ψωμί τους έφτανε. Δεν γνώριζαν από υπεραξίες αλλά οι αξίες δεν τους έλειπαν. Τους έλειπαν εντούτοις οι άστεγοι, οι άνεργοι κι οι «οίκοι ευγηρίας» – να το παραδεχθούμε αυτό.
πηγη: http://antifono.gr/