Μέρες τώρα ψάχνω σε εκείνο το παλιό σεντούκι...να βρω την έφηβη που αγάπησα.
Τίποτα δεν είχε μείνει, ούτε εκείνο το κιτρινισμένο λεύκωμα. Ούτε εκείνη η πάνινη κούκλα με τα μαδημένα μαλλιά. Ούτε εκείνο το μικροσκοπικό ποδηλατάκι με τις τέσσερις μικρές ροδούλες πάνω στις οποίες προσπαθούσα να ισορροπήσω...μετά μου πήρανε εκείνο το ωραίο, κίτρινο που έτρεχα με τις φίλες μου κάνοντας ορθοπεταλιές, ανάμεσα στις λεμονιές με τα άνθη να πέφτουν στα ξανθά μαλλιά μου...
Θυμάμαι, όταν τρώγαμε βατόμουρα και γεμίζανε τα χέρια μας "αίμα". Φοβόμουν...ακόμη δεν είχα γνωρίσει το αληθινό.
Την πρώτη φορά, που σαν έφηβη πια, ύψωσα το βλέμμα μου στο φεγγάρι, ήταν Απρίλης.
Ένας Απρίλης, αλήτης.
Κρατούσε ξύλινο σπαθί, εγώ του το χάρισα.
Θυμάμαι, όταν με χάιδεψε πως ρίγησα το δέρμα μου. Ύστερα, με τύλιξε ένας μικρός ήλιος. Τότε άρχισα να χορεύω ανάμεσα στις ανθισμένες αμυγδαλιές. Ήταν Απρίλης. Όταν βράδιασε, με πήρε αγκαλιά...ενώ κοιτάγαμε μαζί εκείνη την πυγολαμπίδα.
Κόκκινη σαν τον έρωτα που αμάρτησα. Κλειδωμένη στη σοφίτα, είδα για πρώτη φορά το πραγματικό κόκκινο του αίμα.
Κρατούσε ξύλινο σπαθί, εγώ του το χάρισα.
Τα χρόνια πέρασαν. Εκεί στην κλειδωμένη σοφίτα. Ξέρω, έχασα το κλειδί. Δεν ήξερα πως το κλειδί της φυλακής του ο καθένας το κρατάει στην τσέπη του;
Και τώρα τι έγινε η ζωή; Τι έγινε το κόκκινο από τα χείλη μου; Τώρα πια, με ορίζουν μνήμες...βαθιές οι ρυτίδες. Δεν υπάρχει φάρμακο για τα όνειρα που έθαψα. Ήταν το κακό μάτι του χρόνου; Ήταν εκείνη η θαλασσιά χάντρα που έχασα;
Εγώ, όμως, θα ψάξω να τη ξαναβρώ. Ένα κρύσταλλο είναι, θα το σπάσω, μπορώ. Ξέρω πως θα ματώσουν τα χέρια μου. Εγώ θα κάνω πως είναι από τα βατόμουρα και μαζί θα ξαναβρούμε εκείνο το κίτρινο ποδήλατο, θα κάνουμε ορθοπεταλιές και θα γελάμε γιατί θα έχουμε κερδίσει ακόμη έναν Απρίλη.
Λεμονιά Μουλά