Sample Sidebar Module

This is a sample module published to the sidebar_bottom position, using the -sidebar module class suffix. There is also a sidebar_top position below the search.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Search Our Site

του Κώστα Μπούγα

Οι νεραντζιές νυφούλες ανθοστόλιστες, φόρεσαν πεισματικά και φέτος την ολόλευκη φορεσιά τους, λες και κάνουν πασαρέλα σε διαγωνισμό ομορφιάς μπροστά από το μπαλκόνι μου. Όλος ο δρόμος απ’ άκρη σ’ άκρη είναι στολισμένος απ’ τη χάρη τους, η μυρουδιά τους μου γαργαλάει τα ρουθούνια, έρχεται η Άνοιξη.

Το βλέμμα μου χάνεται πότε στην αρχή αυτού του δρόμου και πότε στο τέλος. Αρχίζω να ταξιδεύω πέρα απ’ τα σύνορα αυτής της πόλης. Εξάλλου νιώθω πάντα σαν μετανάστης αν και μένω είκοσι χρόνια σ’ αυτό το δρόμο, σ’ αυτό το σκηνικό του παραλόγου.

Η βροντερή φωνή του Σαράντη με επαναφέρει στην πραγματικότητα.

Καθισμένος απέναντι στην ΕΒΓΑ του Καφήρα, πάνω σε τέσσερις καρέκλες, έχει παραγγείλει παγωτά. Τα καταβροχθίζει λαίμαργα. Φοβάται μη σκάσει μύτη η γυναίκα του. Όταν τρώει το απογευματινό του γεύμα, συνηθίζει να καρφώνει το βλέμμα του στο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου. Αυτή την ώρα κρεμάει τα ημίγυμνα λευκά πόδια της η Ράνια με τις όμορφες και πληθωρικές καμπύλες. Σήμερα ατύχησε ο φίλος μου. Φαίνεται ότι το ημίγυμνο κορμί της Ράνιας, κυλίστηκε παιχνιδιάρικα περισσότερη ώρα στα ολόλευκα σατινέ σεντόνια, της απόρθητης κρεβατοκάμαράς της.

Αφού περιπλανήθηκε η ματιά του για αρκετή ώρα, το βλέμμα του έπεσε πάνω μου, αν και του έκοβε τη θέα ένα γιούκα που είχα στο μπαλκόνι μου.

-Έλα κάτω φτωχέ εκτελωνιστή να σε κεράσω ένα παγωτό.

-Σαράντη κράτησε τις κουβαρντοσύνες για τις ωραίες γυναίκες της γειτονιάς. Αν επιμένεις να κεράσεις, θα πιώ ένα παγωμένο ουζάκι. Παράγγειλέ το στην Κυρά-Μαρία και έρχομαι.

Είμαστε κοντοχωριανοί, πηγαίναμε μαζί σχολείο στο γυμνάσιο, έχουμε σχεδόν την ίδια ηλικία με διαφορά κάπου στα τέσσερα χρόνια. Ήρθαμε μαζί σε αυτή την γειτονιά από τότε που μπήκα στο επάγγελμα, αυτός μένει στον πρώτο όροφο και εγώ στον δεύτερο.

«ΜΕΡΑΦΟΡΕΑΣ Ο ΣΑΡΑΝΤΗΣ» γράφουν τα αυτοκίνητά του με μεγάλα γράμματα πάνω στην αεροτομή. Είναι εφτά ή οχτώ που περιδιαβαίνουν στο λιμάνι.

«Μεγάλος και τρανός» λένε στη γειτονιά, όμως στο λιμάνι λένε άλλα λόγια οι κακές γλώσσες.

Είναι παιδί χωρισμένων γωνιών, δεμένος και μεγαλωμένος με την μάνα του. Ο πατέρας του ο Μπάρμπα Γιάννης, ομορφάντρας με τσιγκελωτό μουστάκι, ήταν μπερμπάντης στα νιάτα του. Του άρεσαν οι όμορφες γυναίκες αλλά και το χρήμα. Προσπάθησε να τα κερδίσει και τα δυο, αλλά δεν γνωρίζω πόσο τα κατάφερε.

Παντρεύτηκε μικρός ο Σαράντης. Ήθελε να κάνει οικογένεια, να αποδείξει στον πατέρα του, ότι δεν θα πάρει τον δρόμο του, πως υπάρχουν κι άλλες αξίες απ’ τις ωραίες γυναίκες. Η τύχη όμως του έστειλε την Ρούλα, μια στριφνή Πελοποννήσια, ατάλαντη για να τιθασεύσει τον ερωτικό οίστρο του Σαράντη. Μοιραία λοιπόν ο φίλος μου, το ένα πόδι το είχε έξω από το κρεβάτι της γυναίκας του.

Η μπαλκονόπορτα στον τρίτο όροφο άνοιξε. Η Ράνια ημίγυμνη όπως πάντα με ένα καυτό σορτσάκι που δεν έκρυβε σχεδόν τίποτα, έκανε δειλά-δειλά την εμφάνισή της. Άφησε το φραπέ καφεδάκι στο τραπέζι, κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα, άναψε τσιγάρο και τράβηξε δυο ρουφηξιές, τίναξε το μαλλί απ’ τα μάτια της και αφού χαμογέλασε με νόημα, μας χαιρέτησε. Ο Σαράντης άρπαξε άλλες δυο καρέκλες, έκατσε πιο αναπαυτικά για να απολαύσει το θέαμα. Ατυχήσαμε όμως, μας τα χάλασε «ο χωροφύλακας,» κατέβηκε στη Κυρά-Μαρία να πάρει γάλα για τα παιδιά. Το παίξαμε αδιάφοροι, αλλά δεν μασάει φτέρες η Πελοποννήσια. Μας έτριξε τα δόντια, θα έχει κρεβατομουρμούρα το βράδυ ο φίλος μου.

Το πεζοδρόμιο του Καφήρα γέμισε από παιδιά της γειτονιάς, όλα βρέθηκαν με ένα παγωτό στο χέρι, κερασμένο από το φίλο μου του Σαράντη. Ο αθεόφοβος, για να φτάσει στις μανάδες τους έχει παχύνει πέντε-έξι κιλά τα πιτσιρίκια. Έφθασε και ο Κυρ- Γιάννης ο πατέρας του. Παράγγειλε ένα διπλό ουίσκι με παγάκια, έστριψε δυο-τρεις φορές τη μουστάκα του, επιθεώρησε τα μπαλκόνια της γειτονιάς, αλλά γύρισε πλάτη στα ωραία πόδια της Ράνιας. Είναι μάγκας ο Μπάρμπα-Γιάννης και έχει τον τρόπο του. Αφού μας κατσάδιασε λέγοντάς μας «λιγούρια,» άναψε την Τσιμπούκα του. Ο φίλος μου υπάκουσε, έσκυψε το κεφάλι και μαζεύτηκε σαν βρεγμένο γατί. Η Ράνια με το πονηρό της βλέμμα τα κατάλαβε όλα, τράβηξε νευρικά δυο-τρεις ρουφηξιές το τσιγάρο της και κρέμασε πιο ψηλά στο κάγκελο τα πόδια της για να μας δείξει που μας έχει γραμμένους.

Ο Σαράντης όταν δεν μιλάει για γυναίκες, θα μιλάει για χρήμα, για τράκτορες, για νταλίκες. Βγάζει μάτσο τα χιλιάρικα στο τραπέζι όταν τα έχει, αλλά σαν έρθει η ώρα του ΦΠΑ ζητάει δανεικά και που να τα ‘βρει. « Δεν έχει καλό κουμάντο, θα τα χάσει όλα,» λένε οι κακές γλώσσες.

Σαν μπαίνει στον τράκτορα, γεμίζει η καμπίνα, έτσι πληθωρικός που είναι. ΄Έχει κάνει ειδική κατασκευή στο όχημα για να μπαίνει και να βγαίνει εύκολα. Πολλά είναι υπερβολικά επάνω του, μα πιο πολύ η καλοσύνη του. Σαν κατεβαίνει στο λιμάνι γίνεται χαμός. Τα βάζει με όλους και με όλα, οι φωνές του ακούγονται απ’ άκρη σ’ άκρη. Είναι ανεπανάληπτος.

Πήγα προχτές στη μάντρα, γινότανε χαμός, όλες οι εθνικότητες παρέλασαν απ’ το τροχόσπιτο. Μου σύστησε με νόημα τις γυναίκες το γραφείου του. Απορώ τι κάνει όλος αυτός ο κόσμος και πως πληρώνεται.

Η Άνοιξη περνάει γρήγορα, ο Σαράντης χαλάει περισσότερα για κεράσματα και τις ατέλειωτες γυναίκες του, αλλά πάντα με δυσκολία πληρώνει το ΦΠΑ και τις άλλες υποχρεώσεις. Με μια μαύρη τσάντα προσπαθεί μόνιμα να βρει ζεστό χρήμα για τις υποχρεώσεις της επόμενης μέρας. Μονολογεί συνέχεια χωρίς ακροατές. «Δεν πληρώνει κανείς μετρητής, μας έχουν φλομώσει στα φέσια και στις επιταγές, έχει χαλάσει το λιμάνι.

Χτυπάνε προς τα κάτω τις τιμές τα μεγάλα συμφέροντα, θα μας αφανίσουν όλους, μας δίνουν ένα ξεροκόμματο και λέμε ευχαριστώ.»

Παρ’ όλα αυτά είναι υπέρμαχος της ελεύθερης οικονομίας, θαυμαστής της καπιταλιστικής οικονομίας. Ότι υπάρχει αριστερό επάνω του τον ενοχλεί ακόμα και το αριστερό του χέρι.

Μια Κυριακή πρωί τον βρήκαν μισοτελειωμένο στο γραφείο του από εγκεφαλικό. Έμεινε αρκετό καιρό στο νοσοκομείο, αλλά άνοιξε τα μάτια του σαν πέρασε από μπροστά του μια πανέμορφη δίμετρη νοσοκόμα. Σύμπτωση ήταν; Δεν ξέρω.

Την επιχείρηση την ανέλαβε ο Μπάρμπα-Γιάννης, από πού να αρχίσει και που να τελειώσει. Κάνει μεγάλο αγώνα να γλυτώσει τον γιό του απ’ την φυλακή. Καλή τύχη Μπάρμπα-Γιάννη, καλή δύναμη, καλό κουράγιο. Οι δυνατοί στα δύσκολα φαίνονται, είσαι παλιό σκαρί, θα αντέξεις τις φουρτούνες.

Ο φίλος μου ο Σαράντης τώρα παίζει με τα αυτοκινητάκια και τα Play Mobil. Κάθε απόγευμα πηγαίνει να ψωνίσει τα απαραίτητα της Πελοποννήσιας, Τα έχει γραμμένα όλα στο χαρτί, αλλοίμονο αν κάνει λάθος ένα κατοστάρικο, θα τον βάλει τιμωρία ο «χωροφύλακας».

Φίλε σαν ανταμωθούμε θα σε κεράσω ένα παγωτό στην ΕΒΓΑ του Καφήρα. Η Ράνια κρεμάει ακόμα τα πόδια στο μπαλκόνι της. Πίνει καφεδάκι την ίδια ώρα, καπνίζει το τσιγάρο και τινάζει πάντα το μαλλί της με νάζι και νόημα.

Καλότυχος φίλε Σαράντη.

Θα ανταμωθούμε.

Κώστας Μπούγας

-------------------------------------------------------

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Κωνσταντίνος Μπούγας γεννήθηκε τον Φλεβάρη του 1952 σε ένα μικρό χωριό, το Γεράκι ή Γερακιού της Βόρειας Εύβοιας.

Είναι σκαρφαλωμένο στους πρόποδες ενός λόφου κάτω από τις πηγές της Καρίτσας, τέσσερα χιλιόμετρα από το ακροθαλάσσι στο Πευκί.

Πέτρινα τα σπίτια σκεπασμένα από ομοιόμορφα κεραμίδια. Πέτρινο το χωριό του, γεμάτο καλντερίμια, πέτρινα όμως και τα παιδικά του χρόνια, αφού οι φτωχοί γονείς του με λιγοστά κτήματα στύβαν και θρυμμάτιζαν την πέτρα για να πάρουν τους καρπούς της λιγοστής γης που τους όρισε η μοίρα.

Τέλειωσε το δημοτικό το 1963 με σκισμένα τα κοντά του παντελόνια, πηδώντας τους φράχτες των χωριανών του για να σκαρφαλώσει και να μαζέψει τα φρούτα της επιβίωσης.

Το εξατάξιο γυμνάσιο το τέλειωσε το 1970, μένοντας στην Ιστιαία με πολλές στερήσεις, αφού οι δραχμές ήταν λιγοστές. «Κωνσταντίνε, μέχρι εδώ μπορέσαμε να σε στηρίξουμε με χίλιες δυο στερήσεις, από εδώ και πέρα την ζωή να την πάρεις στα χέρια σου και να δώσεις στην σχολή Επωνοματαρχών» του είπε ο πατέρας του.

Τελικά ο Κωνσταντίνος, μη πολιτικοποιημένος, χωρίς να γνωρίζει τη στάση ζωής των πλουτοκρατών, πήρε τον δρόμο για την Αθήνα για να βρει την τύχη του, με μόνο εφόδιο την σωματική και ψυχική του δύναμη.

Μετά από περιπλάνηση σε διάφορες δουλειές, δούλεψε για εφτά χρόνια σε εταιρείες διεθνών μεταφορών και τριάντα δύο χρόνια σαν εκτελωνιστής.

Σε αυτήν τη διαδρομή τα είδε όλα. Πίστεψε πως το κυνήγι του χρήματος δεν χαρίζει ευτυχία και είναι μόνο προνόμιο των πλουτοκρατών, πατώντας πάνω σε πτώματα εργαζομένων διαφεντεύοντας ολοκληρωτικά την ζωή τους.

Σήμερα είναι συνταξιούχος από το 2012 με τέσσερα παιδιά και δύο εγγόνια. Τελικά δε γνωρίζει σήμερα αν μπόρεσε να φθάσει στην Ιθάκη του ή αν η ζωή είναι ένας δρόμος γεμάτος από Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες με μετρημένες στιγμές ευτυχίας.

Γράφει και αποτυπώνει σε χαρτί τις σκέψεις του, τις αγωνίες του, τα συναισθήματά του, τις μνήμες του πριν από το 2000 μέχρι σήμερα.

Έχει γράψει ποιήματα που ελάχιστα σώζονται και αριθμούν τα δάχτυλα μιας παλάμης. Έχει γράψει αρκετά διηγήματα, νουβέλες, ένα μυθιστόρημα και πέντε θεατρικά.

Οι μνήμες του είναι άναρχα στοιβαγμένες σε ένα παλιό πυθάρι.

Δεν θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα, αλλά απλά ανοίγει το καπάκι από αυτό το παλιό πυθάρι και τότε οι μνήμες σαν πύρινες φλόγες πετάγονται και αποτυπώνονται σε ένα χαρτί, «Αυτό είμαι όλο» μου απάντησε αφού τον χαρακτήρισα άνθρωπο του πνεύματος.

Σήμερα είναι ιδιαίτερα ευτυχισμένος γιατί περιμένει και τρίτο εγγόνι από την μικρότερη πολυαγαπημένη του κόρη, την Τριανταφυλλένια του.

Από τα ελάχιστα έργα του που σώζονται, θα προσπαθήσoυμε να δημοσιεύσουμε, τα μικρότερα ολόκληρα και τα μεγαλύτερα σε σειρές.

-- ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΟΥΣ --

Όλα τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν αποκλειστικά αυτούς που τα υπογράφουν και οι οποίοι είναι και υπεύθυνοι των γραφομένων τους. ο ΔΙΑΥΛΟΣ δεν φέρει καμία ευθύνη για τις απόψεις που εκφράζονται, όταν αυτές υπογράφονται.