( έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ)
Α’ ΜΕΡΟΣ
Ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα μιας μουριάς ζούσε κρυμμένη μια κά-μπια, η Λούδα. Το πρωί σαν ξυπνούσε, έσερνε βαριεστημένα τα πολλά πόδια της πάνω στα κλαδιά της. Έτρωγε λαίμαργα πολλά μουρόφυλλα. Έπειτα, για την υπόλοιπη μέρα, ξεκουραζόταν κάτω απ’ τα δροσερά φύλλα.
Μια μέρα, ενώ έτρωγε, άκουσε μια κοριτσίστικη φωνή κάτω απ’ τη μουριά:
- Σ’ ευχαριστώ μαμά για τα καινούργια μου παπούτσια.
Ένα κοριτσάκι καμάρωνε ένα γυαλιστερό ζευγάρι λουστρίνια, που η μα-μά του μόλις είχε αγοράσει.
-Είναι υπέροχα, κορούλα μου! Εγώ θα σε καμαρώνω κι οι φίλες σου θα σε ζηλεύουν.
Η Λούδα σκέφτηκε:
‘Αν είχα κι εγώ ένα ζευγάρι παπούτσια, οι άλλες κάμπιες θα με καμάρω-ναν και θα με ζήλευαν! Θα πάω στην πολυμήχανη κι εργατική αράχνη. Αυτή σίγουρα θα ξέρει πώς να με βοηθήσει.
Στη φωλιά της αράχνης:
-Αχ φίλη μου αράχνη! Εσύ είσαι τόσο καλή τεχνίτρια! Θα με βοηθήσεις να φτιάξω ένα ζευγάρι παπούτσια για τα πόδια μου;
-Μα πώς σου ’ρθε αυτή η ιδέα;
-Θέλω να τα προστατέψω απ’ τ’ άγρια κλαδιά, προσποιήθηκε η Λούδα.
-Εγώ μονάχα ιστούς ξέρω να πλέκω, απάντησε απρόθυμα η αράχνη.
-Σε παρακαλώ! Κάτι θα σκεφτείς. Εσύ που είσαι τόσο έξυπνη!
-Καλά, συμφώνησε τελικά η αράχνη.
Αφού σκέφτηκε για λίγο, είπε:
-Ίσως θα μπορούσα να τα κατασκευάσω από μουρόφυλλα. Όμως θα χρειαστώ και τη δική σου βοήθεια. Πρέπει να μου φέρεις κομμάτια από φύλλα, που θα τα πλέξω μεταξύ τους. -Πάω! είπε ενθουσιασμένη η Λούδα κι αμέσως σύρθηκε ως το πιο κοντι-νό μουρόφυλλο. Το έκοψε σε μικρά κομμάτια, με τα κοφτερά δοντάκια της. Στη συνέχεια έτρεξε στην αράχνη.
-Να ’μαι κιόλας!
Η αράχνη στρώθηκε στη δουλειά. Σε λίγο τα παπούτσια ήταν έτοιμα. Η Λούδα τα φόρεσε και καμάρωνε.
Σαν έκανε όμως να περπατήσει, παραπάτησε κι έπεσε απ’ τη μουριά. Η αράχνη άπλωσε μια κλωστή ιστού και την τράβηξε πάνω.
-Ευτυχώς που με βοήθησες! Αλλιώς θα χρειαζόμουν αρκετή ώρα ώσπου να ξανανέβω.
-Αν, στο μεταξύ, δε σε πατούσε κάποιος περαστικός. Φαίνεται πως η ιδέα σου να φορέσεις παπούτσια, δεν ήταν τόσο καλή.
-Όχι όχι! Μάλλον χρειάζονται παπούτσια όλα μου τα πόδια, ώστε να μην σκοντάφτω.
-Μα είναι πολλά! Αδύνατον να φτιάξω τόσα ζευγάρια παπούτσια!
-Ζήτησε βοήθεια κι από άλλες αράχνες.
-Κάθε αράχνη έχει ήδη αρκετή δική της εργασία.
Η Λούδα, σα να μην άκουσε, συνέχισε:
-Νομίζω ότι θα ήταν ακόμη καλύτερο, αν είχα πολλά διαφορετικά ζευγάρια παπούτσια.
-Μα εσύ τρελάθηκες τελείως!
-Αν δεν αρκεί η καλή φιλία μας για να με βοηθήσεις, τότε υπόσχομαι να μαζέψω αρκετά έντομα-για τροφή-για καθεμία από εσάς.
Η αράχνη, βλέποντας ότι δε μπορούσε να της αλλάξει γνώμη, είπε:
-Είμαστε σύμφωνοι. Αρκεί να δεχτούν κι οι υπόλοιπες αράχνες. Θα πρέπει όμως εσύ να μαζέψεις αρκετά κομμάτια από μουρόφυλλα.
-Μην ανησυχείς! Αν χρειαστεί θα ζητήσω βοήθεια από τις άλλες κάμπιες.
-Τι είδους παπούτσια θα ήθελες;
-Βασικά ένα ζευγάρι λουστρίνια που προκαλούν εντύπωση, μπότες, αθλητικά, λαστιχένια για τη θάλασσα, παντόφλες, και τέλος ένα ζευγάρι φτερωτό για να νιώθω σα να πετώ.
-Μα για όλα αυτά δε θα χρειαστώ βοήθεια μόνο απ’ τις αράχνες, αλλά κι από τα μυρμήγκια.
-Από αυτά γιατί;
-Για τα παπούτσια που ζητάς χρειάζονται διάφορα υλικά, όπως λάστιχο και ύφασμα. Μόνο τα μυρμήγκια, καθώς θα αναζητούν τροφή, μπορούν να τα βρουν.
-Αν χρειαστεί, τάξε τους ότι θα τα εφοδιάσω με σπόρους.
-Εντάξει. Να ξέρεις όμως ότι θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για την κατα-σκευή τόσων παπουτσιών.
-Θα περιμένω όσο χρειαστεί, είπε αποφασισμένη η Λούδα.
-Ας στρωθούμε λοιπόν στη δουλειά!
-Εγώ ξεκινώ τώρα κιόλας να μαζεύω μουρόφυλλα.
Χρειάστηκε βοήθεια κι απ’ τις άλλες κάμπιες. Όταν τη ρώτησαν τι χρειάζεται τα φύλλα, τους είπε ψέματα. Φοβόταν μήπως δε τη βοηθή-σουν ή της κλέψουν την ιδέα να φτιάξουν κι εκείνες παπούτσια.
Σύντομα, με την βοήθειά και των μερμηγκιών, τα παπούτσια της ήταν έτοιμα. Τα φόρεσε όλα και πήγε να τα δείξει περήφανη στις άλλες κάμπι-ες. Εκείνες όταν την είδαν τη ρώτησαν: -Τι είναι αυτά που φόρεσες στα πόδια σου;
-Καλά δε βλέπετε; Παπούτσια!
-Και τι τα χρειάζεσαι; τη ρώτησε μια κάμπια.
-Για να προστατεύω τα πόδια μου.
-Αφού καμιά από εμάς δε φοράει παπούτσια.
-Και τι με νοιάζει εμένα; απάντησε περιφρονητικά η Λούδα.
-Δε σου έφταναν τόσα πόδια, παρά ήθελες να φορτωθείς άλλα τόσα πα-πούτσια! την κορόιδευαν εκείνες.
-Αν ήσασταν έξυπνες όπως εγώ, το ίδιο θα κάνατε! απάντησε με υπερη-φάνεια.
Η αλήθεια ήταν ότι η Λούδα δυσκολεύτηκε να συνηθίσει τα παπούτσια. Συχνά σκόνταφτε κι έπεφτε απ’ το δέντρο. Δεν εγκατέλειπε όμως την προσπάθεια.
‘Σύντομα θα τα συνηθίσω και θα μπορώ να πηγαίνω πιο μακρινές βόλτες, μέχρι τ’ άλλα δέντρα. Οι άλλες κάμπιες θα με ζηλεύουν και καμιά δε θα τολμά να με κοροϊδέψει.
Πράγματι, μετά από λίγο καιρό, οι κάμπιες παρήγγειλαν στην αράχνη παπούτσια. Εκείνη κάλεσε πάλι σε βοήθεια όλες τις αράχνες, που δεν προλάβαιναν πια ούτε τον ιστό τους να υφάνουν. Ακόμη ζήτησε βοήθεια απ’ τα μερμήγκια, που δε τους έμενε πια καιρός ούτε σπόρους να μαζέψουν.
Ωστόσο οι κάμπιες ήταν πολύ ενθουσιασμένες. Γι’ αυτό κι ανακήρυξαν τη Λούδα εμπνευστή κι ευεργέτη τους. Προκειμένου να επιδείξουν τα παπούτσια τους, καθιέρωσαν καθημερινούς περιπάτους από δέντρο σε δέντρο.
Ύστερα από λίγο καιρό όμως άρχισαν να κουράζονται. Πολλές έπεφταν από τα δέντρα και τις πατούσαν οι περαστικοί. Άλλες από τους πολλούς περιπάτους πεινούσαν τόσο, ώστε καταβρόχθιζαν μουρόφυλλα ασταμάτητα.
Το αποτέλεσμα ήταν να μείνουν οι μουριές δίχως φύλλα. Έτσι όμως οι κάμπιες κινδύνευαν να φαγωθούν απ’ τα πουλιά. Το κυριότερο ήταν ότι δεν έβρισκαν πια φύλλα ούτε για τροφή.
Έτσι αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε άλλα δέντρα. Σύντομα όμως έμειναν κι αυτά δίχως φύλλωμα, κι οι κάμπιες λιμοκτονούσαν. Τότε έριξαν το φταίξιμο στη Λούδα, που τους έδωσε την ιδέα να φορέσουν παπούτσια.
Της έκαναν μήνυση, δήθεν για παραπλάνηση. Δόθηκε ένταλμα συλλή-ψεως κι η Λούδα οδηγήθηκε στην Εισαγγελία Εντόμων.
Στην δίκη, ο συνήγορός της ζήτησε να της δοθεί άφεση, αν δώριζε τα παπούτσια της στον Διαγωνισμό τραγουδιού Τζιτζικιών. Τα τζιτζίκια ή-ταν τα μόνα έντομα που θα μπορούσαν να τους φανούν χρήσιμα. Δεν έ-καναν τίποτ’ άλλο όλη μέρα απ’ το να τραγουδούν.
Οι δικαστές συμφώνησαν. Ωστόσο, η Λούδα δεν ήθελε ν’ αποχωριστεί τα παπούτσια της. Έτσι, σύσσωμο το δικαστήριο την έκρινε ένοχη, κι οδηγήθηκε στη φυλακή.
Στην αρχή περνούσε καλά. Συνέχεια έτρωγε, έπινε και ξεκουραζόταν. Σύντομα όμως άρχισε να βαριέται. Ζήτησε τότε τη βοήθεια του φύλακα.
-Τι θέλεις ως αντάλλαγμα, για να με βγάλεις από δω; του ψιθύρισε μια μέρα καθώς της σέρβιρε το φαγητό.
-Αυτό δε γίνεται! Θέλεις να χάσω την δουλειά μου;
-Αν σου έδινα τις παντόφλες μου για τα κουρασμένα πόδια σου; συνέχισε με πείσμα η Λούδα.
-Αποκλείεται σου είπα!
-Μην ανησυχείς! Θα κάνουμε να μοιάζει με απόδραση.
-Πώς; την κοίταξε με απορία ο φύλακας.
-Αν μου φέρεις ένα εργαλείο, με το οποίο θα μπορώ ν’ ανοίξω τη πόρτα του κελιού μου.
Ο φύλακας δίστασε λίγο, αλλά μετά συμφώνησε:
-Αν είναι έτσι, εντάξει. Και τις παντόφλες πότε θα μου τις δώσεις;
-Θα τις βρεις στο κελί μου.
-Δε ξέρω αν μπορώ να σε εμπιστευθώ. Καλύτερα να μου τις δώσεις τώρα.
-Ορίστε, πάρτε τες.
Έτσι η Λούδα κατάφερε να αποδράσει με ευκολία. Έπειτα κρύφτηκε στην κουφάλα ενός δέντρου. Έβγαινε από κει μόνο για να φάει.
Όμως, μετά από λίγο καιρό, άρχισε να βαριέται δίχως παρέα. Μια μέρα, ένα χελιδόνι κάθησε πάνω στα κλαδιά του δέντρου της. Αν και γνώριζε ότι είναι ο καλύτερος μεζές για ένα πουλί, δε δίστασε να το πλησιάσει:
-Θέλεις να κάνουμε παρέα;
Το χελιδόνι την κοίταξε παραξενεμένο:
-Απορώ πώς δε φοβάσαι μη καταλήξεις στο στομάχι μου!
-Είμαι ολομόναχη και χρειάζομαι έναν φίλο.
-Αφού εσείς οι κάμπιες ζείτε όλες μαζί. Μήπως έχασες το δρόμο σου κι έτσι κατέληξες μόνη;
-Όχι. Είναι μια ολόκληρη ιστορία, είπε η Λούδα και του διηγήθηκε τι εί-χε συμβεί.
Και πρόσθεσε:
-Έχασα τους φίλους μου, αλλά ελπίζω να βρω άλλους.
-Ναι αλλά με μένα θα κινδυνεύεις, όταν είναι άδεια η κοιλιά μου.
-Ελπίζω να κερδίσω τη φιλία σου. Ίσως με βοηθήσεις να ταξιδέψω μακριά. Μόνο έτσι θα ξεχάσω όσα άσχημα πέρασα.
-Εγώ, εκεί που ταξιδεύω, συναντώ πολλά κρύα κι αέρηδες πολλούς. Μια κάμπια δεν μπορεί να επιβιώσει σε τέτοιες συνθήκες.
-Μη λες ψέματα για να με αποφύγεις! Τα χελιδόνια ταξιδεύουν μόνο σε χώρες ζεστές.
Το χελιδόνι ξεροκατάπιε, αλλά συνέχισε με περισσότερο θάρρος:
-Ακόμη κι αν είναι έτσι, δε μπορώ να σε πάρω μαζί μου!
Η Λούδα ωστόσο επέμενε:
-Πριν που μίλησες για κρύα, θυμήθηκα κάτι. Άκουσα κάποτε να μιλούν για το τσουχτερό κρύο που έχει στο Βόρειο Πόλο. Πόσο θα ήθελα να πάω εκεί!
-Εσύ μου φαίνεται δε καταλαβαίνεις τίποτα, θύμωσε το χελιδόνι. Εκεί κινδυνεύεις να ψοφήσεις! Άλλωστε κανένα πουλί δε πλησιάζει σε τόσο κρύα μέρη.
-Θα ζητήσω τη βοήθεια της αράχνης, για να μου πλέξει ζεστά ρούχα και παπούτσια.
-Και πιστεύεις ότι θα σε βοηθήσει, ύστερα απ’ όσα συνέβησαν;
-Η αράχνη είναι φίλη μου. Και τότε με βοήθησε! Μολονότι γνώριζε, πως ήταν τρελή η ιδέα μου να φορέσω παπούτσια.
-Μάλλον γνώριζε ότι θα έπαιρνες ένα γερό μάθημα απ’ την αποκοτιά σου.
-Ίσως κι αυτό. Όμως είμαι βέβαιη, ότι και τώρα θα με βοηθήσει. Πρέπει όμως να μεταμφιεστώ ή να πάω κρυμμένη, ώστε να μη με αναγνωρίσει κανείς.
Τελικά το χελιδόνι φαίνεται πως συμπόνεσε την Λούδα:
-Ίσως να μπορούσα εγώ να σε κρύψω κάτω απ’ τα φτερά μου.
-Τέλεια! Αναπήδησε εκείνη από χαρά.
Έτσι βρέθηκαν στη φωλιά της αράχνης, δίχως κανείς να τους αντιληφ-θεί. Όμως, σαν το χελιδόνι σήκωσε τα φτερά του κι η αράχνη είδε την Λούδα:
-Τι γυρεύεις εσύ εδώ πέρα; τη ρώτησε απότομα.
-Χρειάζομαι την βοήθειά σου. Θέλω να μου φτιάξεις ζεστά ρούχα και παπούτσια.
-Πάλι σε μπελάδες γυρεύεις να με βάλεις;
-Αυτή τη φορά είναι για καλό σκοπό. Θα κάνω ένα ταξίδι σε τόπους μακρινούς και κρύους.
-Δε με νοιάζει ούτε τι θα κάνεις, ούτε αν είναι για καλό σκοπό! Είδα κι έπαθα ν’ απαλλαγώ απ’ την κατηγορία, ότι δεν ήμουν συνένοχη.
-Μα… έκανε να αντιδράσει η Λούδα, αλλά η αράχνη είχε ήδη απομακρυνθεί.
Έτσι έμεινε για λίγο σκεπτική.
-Έχω μιαν άλλη ιδέα, είπε ύστερα από λίγο.
-Είσαι πολύ πεισματάρα τελικά! είπε το χελιδόνι.
-Είναι επειδή πάντα ελπίζω στο καλύτερο.
-Για ν’ ακούσω λοιπόν την ιδέα σου.
-Με το σάλιο που χρησιμοποιώ για να φτιάχνω το κουκούλι μου, πριν γί-νω πεταλούδα, θα κολλήσω μεταξύ τους πολλά φύλλα. Όμως, πρέπει να με βοηθήσεις να μαζέψουμε φύλλα. Έτσι θα φτιάξουμε ζεστά ρούχα και παπούτσια.
-Θα σε βοηθήσω, και μετά φεύγω.
-Πού θα πας;
-Νομίζω πως σου είπα ήδη, ότι εμείς τα πουλιά δεν αντέχουμε το πολύ κρύο.
-Αφού θα φοράς ζεστά ρούχα!
-Όπως και να ’χει, δε μπορώ να σε πάω ως εκεί.
-Μα, πώς θα βρω το δρόμο, αν με αφήσεις μόνη;
-Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα!
-Κι εγώ που νόμιζα ότι μπορούσα να σε θεωρώ φίλο μου! Να πάρε τότε γι’ αντάλλαγμα τα φτερωτά μου παπούτσια. Θα σε βοηθήσουν να πετάς πιο γρήγορα.
-Με προσβάλλεις! Νομίζεις ότι θα δεχτώ ανταλλάγματα, για να κάνω ε-κείνο που είναι σωστό;
- Όπως και να ’χει, κράτησέ τα. Εμένα δε μου χρειάζονται πια, είπε η Λούδα απογοητευμένη.
-Εντάξει θα τα πάρω, υποχώρησε το χελιδόνι. Ίσως μπορώ να σε πάω μέχρι ένα σημείο. Στη συνέχεια όμως θα πρέπει να βρεις άλλο τρόπο, για να φθάσεις στον Βόρειο Πόλο.
-Ας είναι έτσι! ένευσε συγκαταβατικά η Λούδα.
Αφού έφτιαξε και φόρεσαν τα ζεστά ρούχα και παπούτσια:
-Ανέβα τώρα στην πλάτη μου, είπε το χελιδόνι. Είναι ώρα να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας.
Η Λούδα ανέβηκε γρήγορα. Ήταν τόσο ενθουσιασμένη. Σχεδόν λησμό-νησε τη δυσκολία της να φθάσει ως τον Βόρειο Πόλο.
Θα ακολουθήσει σε λίγες ημέρες το 2ο και τελευταίο μέρος