(1o Μέρος)
Ο Βοριάς λυσσομανά, φουσκώνει και ξεφουσκώνει λες και θέλει να σβύσει τα φώτα της πόλης που άναψαν πολύ νωρίς.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς απόψε. Παραμονή και του νέου αιώνα που έρχεται.
Ο Δήμαρχός μας ετοιμάζει γιορτές και πανηγύρια τα μεσάνυχτα, για αυτό άρχισε με φωταψίες απ’ το απόγευμα. Άλλες βραδιές έχουμε συσκότιση στα Σεπόλια, κι απόψε όλα θα είναι φωτεινά, γιορτινά όπως αρμόζει στους δυο νεογέννητους.
Είμαι όρθιος, ακούνητος, μαδώντας τα γένια μου. Συλλογίζομαι τι θα μας φέρουν οι δυο καινούριοι που έρχονται. Με τραβηγμένη τη κουρτίνα στη μπαλκονόπορτα, βλέπω τον ήλιο να θέλει μισή ουριά για να κρυφτεί πίσω απ’ την βουνοκορφή του όρους Αιγάλεω. Τρέχει προς τη Δύση ακούραστος ακολουθώντας πάντα την ίδια αιώνια διαδρομή. Σήμερα, τα χρυσά του βόδια, σέρνουν το χρυσοποίκιλτο άρμα του σαν μανιασμένοι ταύροι ξερνώντας φωτιά απ’ τα ρουθούνια τους γεμίζοντας πορφύρα την κορυφογραμμή στον ορίζοντα της Δύσης. Αγκομαχούν απ’ το βαρύ τους φορτίο κουβαλώντας στη ράχη τους τον γέρο χρόνο κατσουφιασμένο και δύστροπο, αλλά και τον ασπρογένη αιώνα με τους εκατό κόμπους στα ολόλευκα μαλλιά του που ανεμίζουν προς τα πίσω γεμάτα από πορφύρα, ακολουθώντας αιώνια αντίθετη πορεία απ’ το ταξίδι του ήλιου. Θα τους αφήσουν και τους δυό στα παλάτια τους κάπου στη Δύση, στο παρελθόν. Ο κύκλος του χωροχρόνου θα κλείσει και θα πάρουν τους νεογέννητους φασκιωμένους στα σύννεφα κεντημένα με δαντέλα από πορφύρα.
-Κωνσταντή τι χαζεύεις; Που τρέχει το μυαλό σου; Τα ‘φαγες αυτά τα γένια σου, τα μάδησες, πάει να νυχτώσει. Πρέπει να βγεις, να πάρεις μια σαμπάνια για απόψε, ξηρούς καρπούς και το παλτό του παιδιού. Βιάσου γιατί τα μαγαζιά θα κλείσουν νωρίς απόψε. Όλα τα άλλα τα έχουμε ψωνίσει. Τράβηξε την κουρτίνα και φύγε.
Ίσως έχει δίκιο η γυναίκα μου που εκνευρίστηκε με το ονειροπόλο ταξίδι μου. Παραμονή Πρωτοχρονιάς απόψε και ο ήλιος έχει σχεδόν ακουμπήσει στη παγωμένη κορφή. Πρέπει να φύγω. Το σπίτι έχει γεμίσει με άρωμα βανίλιας απ’ την βασιλόπιτα που ψήνεται στο φούρνο. Τα φωτάκια στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο ανάβουν και σβύνουν χαρμόσυνα. Τα δώρα είναι στη θέση τους. Παραμονή Πρωτοχρονιάς λοιπόν απόψε, παραμονή και του νέου Αιώνα που έρχεται, και ο ήλιος κρύφτηκε, δεν φαίνεται πια.
Τραβάω την κουρτίνα, πάω, άργησα. Κατεβαίνω με πάταγο τα σκαλοπάτια, βγαίνω στο δρόμο.
Ανηφόρισα την Αγχιάλου προς τα πάνω αφήνοντας πίσω μου την πορφυρένια παγωμένη Δύση, λες και άθελά μου βαδίζω απ’ το παρελθόν προς το μέλλον. Βαδίζω προς την Ανατολή, από ‘κει που θα ανατείλει ο καινούριος χρόνος, ο καινούριος αιώνας. Το κρύο είναι ανυπόφορο. Ο βοριάς παγώνει ακόμα και τιτίβισμα δυο περιστεριών που χώνουν το ράμφος τους το ένα μέσα στη φτερούγα του άλλου. Γύρισα το γιακά απ’ το ημίπαλτο, κουμπώθηκα. Ευτυχώς που το φόρεσα γιατί γυρνάω γυμνός. Το δανείστηκα από το γιό μου, γλίτωσα. Πάω στην πλατεία στον Άγιο Μελέτη να του αγοράσω ένα παλτό που του άρεσε. Το ημίπαλτο από σήμερα γίνεται ρετρό. Μάλλον θα το <<καβατζάρω>> που λένε και οι νεολαίοι. Σώθηκα τώρα που μεγάλωσε ο γιός μου, σταμάτησα να αγοράζω δικά μου ρούχα. Αν αδυνατίσω λίγο θα μου κάνουν και τα παντελόνια. Ευκαιρία είναι να φορέσω ρούχα μάρκας. Πλάκα θα έχω, θα με βλέπουν στη δουλειά και θα με πειράζουν. Θα μου λένε ότι άλλαξα κομματική ταυτότητα και προσχώρησα στην φωτισμένη δεξιά ή στη νέα σοσιαλιστική τάξη πραγμάτων.
Ανεβαίνω την Αγχιάλου, στη διασταύρωση βλέπω το Άγιο Αιμιλιανό φωτισμένο, λαμπροστόλιστο. Είναι πανέμορφος. Κάνω μια μικρή παράκαμψη ,πάω προς τα κει να απολαύσω το θέαμα αλλά και να αποφύγω τον παγωμένο αέρα που λυσσομανά και μου δέρνει το πρόσωπο. Τα μπαλκόνια αριστερά και δεξιά του δρόμου είναι στολισμένα με γαϊτανάκια από λογής-λογής μικρά φωτάκια πολύχρωμα, ανάλογα με το γούστο της οικοδέσποινας. Αν και είναι νωρίς γύρω στις έξι δεν κυκλοφορεί κανένας σε αυτό το έρημο δρόμο. Και να, δυο άνθρωποι κατηφορίζουν, με πλησιάζουν. Τους παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου. Ο μεγάλος είναι γύρω στα πενήντα πέντε με εξήντα και φοράει ένα παλτό καφέ ανοιχτό. Είναι σαν μοντελάκι της παλιάς εποχής με καπέλο ίδιου χρώματος.
Κοντοστέκεται στη γωνία και προσπαθεί να διαβάσει ψηλά μια ξεθωριασμένη ταμπέλα που γράφει το όνομα του δρόμου. Φευγαλέα μου περνάει η εικόνα απ’ το μυαλό ότι μοιάζει με Έλληνα μετανάστη που γυρνάει στις ρίζες του. Ο μικρός που στέκει δίπλα του είναι γύρω στα δέκα έξι με δέκα οχτώ, ντυμένος σαν αποξηραμένο καλαμπόκι με άσπρο μπουφάν, κασκόλ και γάντια. Κρατάει στο αριστερό του χέρι ένα μεγάλο τρίποδα και στο δεξί μια φωτογραφική μηχανή με μεγάλο τηλεφακό.
-Καλησπέρα σας, χρόνια πολλά.
-Καλησπέρα, καλή χρονιά να έχουμε. Ψάχνετε κάτι;
-Ναι. Μήπως ξέρετε την οδό Γερακίου; Θέλουμε να πάμε στην οδό Γερακίου και Δράμας.
-Αυτός ο δρόμος πίσω μου είναι η Αγχιάλου, θα την προχωρήσετε, ο πρώτος δρόμος που θα συναντήσετε είναι η Δράμας, θα κάνετε αριστερά και θα βρεθείτε σε ένα άνοιγμα, σε μια μικρή πλατεία, σε ένα σταυροδρόμι. Εκεί θα συναντήσετε την οδό Γερακίου.
- Αυτή την μικρή πλατεία ψάχνω, είναι κυκλική και έχει στη μέση ένα μικρό σιντριβάνι.
-Τώρα δεν υπάρχει πλατεία, την έχουν χαλάσει από χρόνια, την έχουν κάνει σταυροδρόμι. Πάντως είναι εύκολο να την βρείτε. Αν μου επιτρέπετε. Που θέλετε να πάτε ακριβώς;
-Θέλουμε να πάμε Γερακίου δέκα εννέα, σε μια μονοκατοικία με αυλή και όμορφο κήπο. Είναι δίπλα στον κινηματογράφο ΑΜΟΡΕ.
-Τον θερινό κινηματογράφο; Πόσα χρόνια έχετε να περάσετε;
-Έμενα σε αυτό το σπίτι πριν από τριάντα πέντε χρόνια περίπου. Ήμουνα τότε είκοσι χρονών. Ήρθα απ’ το χωριό στα χρόνια της νιότης, έμεινα δυο χρόνια και μπάρκαρα σε ένα ποστάλι. Βρέθηκα μετανάστης στην Αμερική και μετά στον Καναδά στο Τορόντο. Από τότε έχω να έρθω στην πατρίδα.
-Κύριε φοβάμαι ότι θα απογοητευθείτε, όλα έχουν αλλάξει από τότε. Έχω είκοσι χρόνια στη γειτονιά, όλα έχουν γεμίσει τσιμέντο. Μονοκατοικία στη Γερακίου δεν υπάρχει από άκρη σε άκρη. Όσο για τον θερινό κινηματογράφο, ακουστά τον έχω από τους παλιούς, εγώ δεν τον έφτασα.
-Υπάρχει τίποτα στη γειτονιά που να έχει μείνει όπως τότε;
-Υπάρχει, εδώ πάνω στο λόφο, κάτω από τον Άγιο Αιμιλιανό, έχουν μείνει δυο δρόμοι όπως τότε. Ξέρετε είναι ύψωμα, τα οικόπεδα δεν βγάζουν ορόφους και οι εργολάβοι τα έχουν αφήσει όπως ήταν. Θα πάτε ευθεία, θα φθάσετε στον Άγιο Αιμιλιανό θα κάνετε δεξιά και εκεί θα συναντήσετε την οδό Λαοδάμαντος.
-Oh yes. Οδός Λαοδάμαντος είπατε; Ψάχνω και αυτόν το δρόμο, θυμάμαι ότι είναι κάπου εδώ στην εκκλησία. Έφαγα όλα τα στενά γύρω-γύρω αλλά δεν τη βρήκα. Όλα έχουν αλλάξει στη περιοχή από ότι βλέπω. Όμως τα σοκάκια έχουν παραμείνει σχεδόν όπως τότε. Μόνο που έχουν γεμίσει με πίσσα. Τότε αυτοί οι δρόμοι ήταν πλακόστρωτοι. Είπατε ότι ακριβώς στον Άγιο Αιμιλιανό θα κάνω δεξιά και ο πρώτος δρόμος που θα συναντήσω είναι η οδός Λαοδάμαντος;
-Ναι αυτό σας είπα να κάνετε. Φεύγω. Πάω στην πλατεία στον Άγιο Μελέτη να πάρω ένα παλτό στο γιό μου. Θα επιστρέψω σύντομα. Αν σας προλάβω θα τα ξαναπούμε. Ο μικρός;
- Α ο μικρός είναι γιός μου. Είναι το τέταρτο και τελευταίο παιδί που έχω. Έχει μανία με τη φωτογράφηση. Αν βρούμε αυτό που υποψιάζομαι, θα ξεπαγιάσουμε απόψε. Θα θέλει να φωτογραφίσει όλη τη γειτονιά.
-Πάω, άργησα, θα τα πούμε αργότερα, ελπίζω να σας προλάβω, δεν θα αργήσω. Θα σας δείξω όλα τα σπίτια ένα προς ένα. Γνωρίζω την ιστορία τους από μια γριά που μένει σε ένα γωνιακό διώροφο παλιό αρχοντικό στην αρχή αυτού του δρόμου. Γλίστρησε μια μέρα στη λαϊκή σε ένα ανηφορικό σταυροδρόμι, τη βοήθησα κι από τότε γίναμε φίλοι, πίνω καφέ κάπου-κάπου μαζί της. Μένει χρόνια μόνη της, ο άντρας της έχει πεθάνει, δεν έχει κανένα. Της αρέσει να μιλάει για τα παλιά. Όμως εγώ το παρακάνω. Την υποχρεώνω πολλές φορές μαρτυρικά να μου λέει τα πάντα για την οδό Λαοδάμαντος. Πάω θα τα ξαναπούμε αργότερα.
Τέλειωσα γρήγορα, το παλτό του γιού μου το πείρα με έκπτωση. Ευχήθηκα καλή χρονιά στο μαγαζάτορα, παίρνοντας τον κατηφορικό δρόμο του γυρισμού για να συναντήσω τον παράξενο επισκέπτη με το γιό του. Περνώντας μπροστά από την κάβα θυμήθηκα τους ξερούς καρπούς και τη σαμπάνια που παράγγειλε η γυναίκα μου. Άγιο είχα, θα με έτρωγε στη γκρίνια όλη τη νύχτα, μαύρη Πρωτοχρονιά θα πέρναγα. Πείρα και δυο όμορφα κεριά για να τα ανάψουμε την ώρα του ερχομού του νέου χρόνου, την ώρα ερχομού του νέου αιώνα.
Ο μικρός έχει στήσει τον τρίποδα και φωτογραφίζει ένα παλιό αρχοντικό απ’ τη μεριά της πρόσοψης.
-Ήρθατε, δεν αργήσατε, το κρύο είναι τσουχτερό, μου διαπερνά όλο μου το σώμα, απορώ με τον γιό μου πως αντέχει. Έχει μεγάλη υπομονή και μεράκι για αυτό που κάνει. Του αρέσει η φωτογραφία, μπορεί και κάθεται ώρες, αλλάζει συνεχώς θέση για να αποδώσει στο φιλμ της μηχανής του αυτό που θέλει. Πολύ όμορφο είναι αυτό το σπίτι, το θυμάμαι από παλιά. Τότε ήταν ολόλευκο, θαρρώ τώρα άλλαξαν το χρώμα. Μεγάλωσαν και οι τρείς φοίνικες στις γωνίες, τότε μόνο χαμόκλαδα και θάμνους είχε ο κήπος.
-Ναι χτίστηκε στις αρχές του Χίλια Εννιακόσια από ένα έμπορο σιταριού που είχε την έδρα του στην Οδυσσό της Ουκρανίας. Στα χρόνια της κατοχής έμεινε εδώ η Γερμανική διοίκηση της περιοχής. Στα υπόγειά του έχουν θανατωθεί πολλοί πατριώτες αγωνιστές της αντίστασης. Σήμερα το έχει αγοράσει ένας αγιογράφος που έχει φιλοτεχνήσει με τις αγιογραφίες του όλες τις εκκλησίες της περιοχής και τον Άγιο Αιμιλιανό.
-Νιώθω πολύ παράξενα απόψε. Έχω μια μεγάλη κάψα, μια απέραντη χαρά μέσα στα σωθικά μου. Απόψε έχουν έρθει μπροστά μου ατόφιες οι μνήμες της νιότης. Αναρωτιέμαι γιατί όλα τότε ήταν πιο όμορφα; Ήταν πιο ανθρώπινες οι γειτονιές; Ήταν πιο ωραίοι οι άνθρωποι; Μήπως είναι το όνειρο της νιότης που τα ομορφαίνει; Η μεγάλη ελπίδα για το αύριο; Ο στόχος μας για μια ονειρική, θεϊκή, παραδεισένια Ιθάκη;
Έφυγα απ’ το χωριό μόλις τέλειωσα το λύκειο, τα φράγκα λιγοστά, δεν φτάνανε ούτε για μια βδομάδα διαμονής στην Αθήνα. Η σκέψη για εξετάσεις στο πανεπιστήμιο δεν υπήρχε ούτε στον χώρο του ονείρου. Ο πατέρας μου ήθελε να δώσω στη σχολή Υπενωμοταρχών, εγώ αντιδρούσα. Έκανα λόγο στον πατέρα μου να δώσω στη σχολή Εμποροπλοιάρχων. Όμως μου το ξέκοψε. <<Η σχολή είναι τέσσερα χρόνια, ο προϋπολογισμός του σπιτιού δεν φτάνει ούτε για ένα μήνα. Κανόνισε την πορεία σου, αν δεν περάσεις Υπενωμοτάρχης όλα στραβώνουν, δεν ξέρω να σε συμβουλέψω τι να κάνεις>> Αυτά μου είπε και τέλος.
Εγώ ήθελα να γίνω καπετάνιος, ονειρευόμουν ποστάλια, ξωτικά λιμάνια, ωραίες γυναίκες. Στη σκέψη ότι θα δούλευα σε ένα γραφείο μια ολόκληρη ζωή, με έπιανε πανικός. Έμεινα εδώ στα Σεπόλια σε ένα ξάδερφό μου, στην οδό Γερακίου δέκα εννέα που σου είπα ότι ψάχνω. Ήταν μια μονοκατοικία με δυο μεγάλα υπνοδωμάτια, ένα χωλ, μια μεγάλη κουζίνα και ένα τεράστιο μπάνιο. Ο ξάδερφός μου σπούδαζε στο πανεπιστήμιο στο τμήμα μαθηματικών στον τελευταίο χρόνο πριν το πτυχίο. Θυμάμαι πως είχε μεγάλη αυλή με πολλές τριανταφυλλιές, μια λεμονιά, δυο πορτοκαλιές και μια μανταρινιά.
Έκανε μια μικρή παύση, έβγαλε το καπέλο, χαιρέτησε μια κυρία στο απέναντι παράθυρο με τραβηγμένη την κουρτίνα και ξανάβαλε το καπέλο στο κεφάλι του.
-Λοιπόν, τελικά έδωσα εξετάσεις στη σχολή Υπενωμοταρχών. Έκανα το χατίρι των γονιών μου. Ξέρεις άνθρωποι του μόχθου με ροζιάρικα χέρια, πάλευαν με την αξίνα να δαμάσουν τη γη και να πάρουν τους καρπούς της. Αγνοί άνθρωποι, καλοσυνάτοι, με το χαμόγελο στα χείλη. Είχαν ένα καλό λόγο για όλους. Τα φράγκα λιγοστά δεν φτάνανε ποτέ σε αυτούς, λες και μένανε στην άκρη του κόσμου. Δεν θύμωναν για αυτό, ήταν πράοι, ίσως γιατί δεν γνώριζαν το αλισβερίσι που γίνεται με τους πλουτοκράτες.
-Ζουν οι γονείς σας;
-Όχι, τους έχω χάσει και τους δυο εδώ και πολλά χρόνια. Το σπίτι στο χωριό θα έχει ρημάξει. Τώρα που γύρισα θα το ξαναχτίσω, θα το κάνω πέτρινο όπως ήταν. Θα φτιάξω το πηγάδι, την πέτρινη βρύση με την κούπα που πίνανε τα ζα νερό.
Παρατηρεί για λίγο τον γιό του που φωτογραφίζει τα πάντα με μανία και του φωνάζει να τελειώσει γιατί το κρύο είναι ανυπόφορο.
-Τελικά τι έγινε με την σχολή Υπενωμοταρχών;
-Χμ. Δεν πέρασα στις εξετάσεις γιατί δεν έγραψα καλά και όλα στράβωσαν όπως είπε ο πατέρας μου. Έμεινα στην Αθήνα με τον ξάδερφό μου, βρήκα με πολύ κόπο δουλειά σε μια αμερικάνικη εταιρεία με δυο χιλιάδες διακόσιες δραχμές τον μήνα. Σας κουράζω με την φλυαρία μου, κάνει κρύο, κρατάτε την τσάντα με τα ψώνια και το παλτό του γιού σας.
-Δεν πειράζει, μου αρέσει αυτή η ιστορία. Έχει κάποια στοιχεία και από τα δικά μου χρόνια. Είμαστε σχεδόν στην ίδια ηλικία και ακολουθήσαμε ίσως παράλληλη πορεία, παράλληλους δρόμους. Εξάλλου κάνω μια έρευνα για την περιοχή και ίσως στο μέλλον γράψω κάτι.
Ο μικρός πείρε τον τρίποδα με τη μηχανή του και πήγε στην άλλη γωνία. Το φλας αστράφτει και φωτίζει την γειτονιά. Οι γυναίκες τραβάνε τις κουρτίνες απ’ τα παράθυρα και μας κοιτάνε με περιέργεια. Προσπαθούν να μαντέψουν τι δουλειά έχουμε σε αυτόν τον δρόμο χρονιάρα μέρα με αυτό το ξεροβόρι. Θα με ψάχνει και η γυναίκα μου.
Βγήκα για δέκα λεπτά και έχω φάει μια ώρα στους δρόμους.
Θα βάζει χίλιες σκέψεις στο μυαλό της.
Άντε να την πείσω ότι βρήκα τον ξένο και κουβεντιάζουμε για το παρελθόν.
(θα ακολουθήσει σε λίγες ημέρες το 2ο μέρος)