Sample Sidebar Module

This is a sample module published to the sidebar_bottom position, using the -sidebar module class suffix. There is also a sidebar_top position below the search.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Search Our Site

της Κατερίνας Πουλιάση

( έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ) (To A΄ Μέρος μπορείτε να το διαβάσετε στον σύνδεσμο στην αρχή του άρθρου)

Β’ ΜΕΡΟΣ

Ύστερα από πολλές ημέρες ταξίδι, άρχισαν να πλησιάζουν στο Βόρειο Πόλο. Το χελιδόνι προσγειώθηκε για ν’ αφήσει την Λούδα. Από μακριά παρατήρησε μια μαύρη κουκίδα επάνω στο χιονισμένο τοπίο.

-Τι είναι κείνη η μαύρη κουκίδα;

-Πάμε να δούμε, είπε με περιέργεια η Λούδα.

-Μια μέλισσα.

-Οι μέλισσες δεν αντέχουν το κρύο. Μάλλον θα ξεπάγιασε.

Το χελιδόνι την σκούντησε με το ράμφος του, αλλά εκείνη δε κουνήθηκε.

-Ίσως συνέλθει, αν τη ζεστάνω με τα φτερά μου, είπε και την αγκάλιασε για λίγο.

Η μέλισσα άρχισε να κουνιέται. Άνοιξε τα μάτια της. Τίναξε το λιγοστό χιόνι από τα φτερά της:

-Ευχαριστώ πολύ, ψιθύρισε με φωνή ξεψυχισμένη απ’ το κρύο.

-Τι σου συνέβη; ρώτησαν το χελιδόνι κι η Λούδα μαζί.

-Είχα βγει να τρυγήσω μερικά άνθη. Ξαφνικά έπιασε χιονοθύελλα, που με παρέσυρε μίλια μακριά κι έχασα τη φωλιά μου. Περιπλανήθηκα αρκε-τή ώρα μες τον χιονιά, ώσπου έχασα τις αισθήσεις μου.

-Για καλή σου τύχη, βρεθήκαμε εμείς, είπε η Λούδα με υπερηφάνεια.

Το χελιδόνι προσπάθησε ν’ αλλάξει κουβέντα:

-Μήπως θα ήθελες να σε πάμε στη φωλιά σου;

-Μη σας βάλω σε κόπο, απάντησε συνεσταλμένα η μέλισσα. Άλλωστε είναι πια πολύ δύσκολο να την αναγνωρίσω μεσ’ το χιόνι.

-Εγώ μεταναστεύω σε άλλα μέρη πιο ζεστά. Εκεί θα μπορούσες να χτί-σεις νέα φωλιά.

-Προτιμώ να μείνω εδώ, και να προσπαθήσω να βρω τη φωλιά μου. Δεν μπορώ ν’ αφήσω την οικογένειά μου. Αν τουλάχιστον ήταν πιο ζεστά τα ποδαράκια μου, θα μπορούσα να ψάξω γι’ αρκετό χρόνο.

-Ίσως τη βοηθούσε, αν της χάριζες ένα ζευγάρι απ’ τα παπούτσια σου, ψιθύρισε το χελιδόνι στη Λούδα.

-Δεν μπορώ ν’ αποχωριστώ τα παπούτσια μου, αρνήθηκε εκείνη.

-Στην φυλακή το έκανες με ευκολία, για να σωθείς! θύμωσε το χελιδόνι.

-Τι άλλο να έκανα; Αφού δε μου άρεσε να ζω εκεί μέσα!

-Οι δικαιολογίες δεν αρκούν, και τα παπούτσια δε σου χρειάζονται πια! Έλα για λίγο στην θέση της μέλισσας! Σκέψου πως θα ήταν αν είχες χά-σει εσύ την οικογένειά σου.

Η Λούδα σκέφτηκε για λίγο:

‘Τι ωραία που θα ήταν αν είχα κι εγώ μια οικογένεια, που θα με υποδεχό-ταν με ζεστασιά! Δε θα την εγκατέλειπα ποτέ!’

Αμέσως έβγαλε τις μπότες της και της έδωσε στη μέλισσα.

-Θα σε ζεστάνουν, ώσπου να βρεις την φωλιά σου.

Η μέλισσα αναπήδησε από χαρά:

-Δε ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω, είπε κι αγκάλιασε τη Λούδα.

Εκείνη ένιωσε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Λες κι άδειασε κι αλά-φρυνε απ’ το βάρος της μοναξιάς της. Ένα βάρος που ένιωθε ως τότε, αλλά δε γνώριζε πώς να απαλλαγεί απ’ αυτό.

-Είναι ώρα να πηγαίνω κι εγώ, είπε το χελιδόνι.

-Στάσου! Θα έρθω κι εγώ μαζί σου, είπε αποφασιστικά η Λούδα.

-Δε θα πας στο Βόρειο Πόλο;

-Όχι. Προτιμώ να πάω οπουδήποτε αλλού, παρά να χαθώ μεσ’ την παγω-νιά από ξεροκεφαλιά μου.

Ανέβηκε στην πλάτη του, δίχως να αναρωτηθεί για τον επόμενο προορι-σμό.

Έπειτα από αρκετές ώρες ταξίδι, έφθασαν σ’ ένα μέρος όπου υπήρχε Άνοιξη.

-Επιτέλους, ένα μέρος με νερό και δροσιά, κατάλληλο για ξεκούραση, παρατήρησε το χελιδόνι.

-Θα προτιμούσα να προχωρήσουμε, δίστασε η Λούδα.

-Μα τι λες πάλι;

-Αυτό το μέρος μου θυμίζει εκείνο που μεγάλωσα, εξήγησε φανερά λυπημένη.

-Σίγουρα έζησες πολλά άσχημα εκεί. Όμως, αν ψάξεις, κάτι όμορφο θα θυμηθείς.

-Προτιμώ ν’ ανακαλύψω καινούργια μέρη, παρά να σκαλίζω το παρελθόν!

-Καλά, καλά! Στάσου λίγο να ξεδιψάσω κι έπειτα προχωράμε.

Σε λίγο πετούσαν πάνω από άλλα μέρη όλο και πιο ζεστά, ώσπου άρχι-σαν να πλησιάζουν στην έρημο:

-Εδώ πρέπει οπωσδήποτε να σταματήσουμε! είπε το χελιδόνι και προσ-γειώθηκε στο δέντρο μιας όασης. Θα ξεκουραστώ, ώστε να συγκεντρώ-σω δυνάμεις για τη συνέχεια του ταξιδιού μας. Έπειτα θα διαβούμε γοργά την έρημο, αν θέλουμε να μη ψηθούμε απ’ τη ζέστη.

Η Λούδα δε μίλησε. Μονάχα περίμενε υπομονετικά. Ξάφνου, μεσ’ τη γαλήνη της όασης, ακούστηκε κάποιος να κλαίει.

Ένας ψύλλος ήταν κρυμμένος κάτω απ’ το δέντρο τους. Πλησίασαν για να δουν τι συμβαίνει.

-Γιατί κλαις; τον ρώτησαν.

Ο ψύλλος σταμάτησε για λίγο το κλάμα:

-Επειδή δε θα καταφέρω να κερδίσω στους αγώνες, απάντησε παραπονεμένα.

-Σε ποιους αγώνες; ρώτησε η Λούδα.

-Στον Μαραθώνιο των Ψύλλων. Έβαλα στοίχημα με τους φίλους μου, ότι θα καταφέρω να διασχίσω την έρημο με πολύ γοργά πηδήματα.

-Και γιατί πιστεύεις ότι δεν θα κερδίσεις; ρώτησε το χελιδόνι.

-Επειδή ο Μαραθώνιος ξεκίνησε κι εγώ απέμεινα τελευταίος.

-Θα σε κούρασε η ζέστη, καημενούλη!

-Δε φταίει η ζέστη, αλλά τα παλιοπάπουτσά μου.

-Τι έχουν; ρώτησε η Λούδα.

-Με στενεύουν αφόρητα. Αν είχα ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, όλα θα ήταν πιο εύκολα.

Η Λούδα θυμήθηκε εκείνο το υπέροχο συναίσθημα που ένιωσε, σαν έ-δωσε τις μπότες της στη μέλισσα.

-Πάρε τα δικά μου, είπε κι έβγαλε τα αθλητικά της παπούτσια.

-Δε σου χρειάζονται; ρώτησε με απορία ο ψύλλος.

-Μην ανησυχείς! Δε τα χρειάζομαι πια. Φόρεσέ τα γρήγορα, και φρόντισε να κερδίσεις.

-Σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ! είπε ενθουσιασμένος ο ψύλλος καθώς τα φορούσε.

-Εγώ πρέπει να σ’ ευχαριστήσω που μου προσέφερες το ίδιο υπέροχο συναίσθημα που ένιωσα κι άλλοτε. Αυτό που διώχνει μακριά τη μοναξιά μου.

Ο ψύλλος όμως δε την άκουσε. Ήδη, κάνοντας μεγάλα άλματα, βρισκό-ταν πολύ μακριά. Το χελιδόνι όμως που την άκουσε, κούνησε το κεφάλι:

-Ίσως η μοναξιά τελικά χάνεται όταν έχεις παρέα, αλλά κι όταν προσφέρεις.

Η Λούδα δε απάντησε. Σκαρφάλωσε μονάχα στα φτερά του. Κι εκείνο πέταξε πάνω από την έρημο, και διάβηκε βουνά, πεδιάδες και ποτάμια.

Καθώς περνούσαν πάνω από ένα ποτάμι, χαμήλωσε για να πιουν νερό. Στην όχθη του καθόταν ένα μυρμήγκι. Κοιτούσε λυπημένο το νερό.

-Γιατί είσαι έτσι λυπημένο; ρώτησε με περιέργεια η Λούδα.

-Η μαμά μου είπε να μη κολυμπήσω στο ποτάμι, επειδή είναι κοφτερές οι πέτρες. Όμως εγώ το θέλω τόσο πολύ!

-Μ’ αυτά τα λαστιχένια παπούτσια θα κολυμπήσεις άφοβα, του είπε η Λούδα. Και, δίχως να το σκεφτεί, του έδωσε το λαστιχένιο της ζευγάρι παπούτσια.

-Υπέροχα! αναπήδησε το μυρμήγκι από χαρά. Σ’ ευχαριστώ!

Η κάμπια το καμάρωνε, καθώς τσαλαβουτούσε χαρούμενο στα νερά του ποταμού.

-Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε να σκεφτείς, αν θα κρατήσεις ή όχι ένα α-κόμη ζευγάρι απ’ τα παπούτσια σου, παρατήρησε με έκπληξη το χελιδόι.

-Δε τα χρειάζομαι πια, είπε σίγουρη η Λούδα. Άλλωστε θεωρώ σημαντι-κότερο το συναίσθημα που νιώθω, κάθε φορά που δίνω ένα ζευγάρι.

-Νομίζω πως εδώ είναι καλό μέρος για να μείνουμε, είπε το χελιδόνι.

Βλέποντας όμως πως η Λούδα έσκυψε το κεφάλι:

-Τι συμβαίνει; Πάλι δε συμφωνείς; τη ρώτησε.

-Ίσως σου φανεί παράξενο, είπε εκείνη. Όμως, αυτή τη φορά, επιθυμώ να επιστρέψω στο τόπο μου.

-Τον νοστάλγησες ε;

-Πάντα υπάρχουν κι όμορφες στιγμές να θυμόμαστε.

-Δε φοβάσαι μήπως σε συλλάβουν;

-Αν συμβεί, θα εξηγήσω στο δικαστήριο πως μετάνιωσα για ό,τι έκανα. Ελπίζω να δεχθούν να μείνω μαζί τους ξανά. Διαφορετικά, θα αποδεχτώ όποια τιμωρία μου επιβάλλουν.

-Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το ταξίδι της επιστροφής.

-Μου στάθηκες πολύ καλός φίλος. Δε θα σε κουράσω άλλο. Θα γυρίσω πίσω μόνη μου.

-Μα δε γνωρίζεις τον δρόμο!

-Θ’ αναζητήσω κάποιο πλοίο, που να περνάει από τις μουριές. Στη συνέ-χεια θ’ ακολουθήσω το ένστικτό μου, ώστε να βρω το δέντρο μου.

-Έτσι θα χαθείς!

-Μην ανησυχείς για μένα! Εδώ φαίνεται πως είναι για σένα, ο κατάλλη-λος τόπος για να ξεκουραστείς.

-Όπως νομίζεις, υποχώρησε το χελιδόνι. Ίσως ξαναβρεθούμε στα μέρη σου, σαν επιστρέψω την Άνοιξη.

-Τότε ίσως να είμαι πια πεταλούδα. Δύσκολα θα με αναγνωρίσεις. Μην ανησυχείς όμως, γιατί θα σε γνωρίσω εγώ!

Φθάνοντας στο λιμάνι, η Λούδα είδε έναν γλάρο.

-Υπάρχει κάποιο πλοίο να πηγαίνει εκεί όπου τώρα είναι Χειμώνας; Τον ρώτησε.

-Δε ξέρω πού ακριβώς θέλεις να πας. Πολλά πλοία περνούν από δω, όμως σπάνια φθάνει κανείς ασφαλής στον προορισμό του. Όλα έχουν παλιές μηχανές και συνήθως είναι βαριά φορτωμένα.

-Δε με πειράζει, είπε ανυπόμονα η Λούδα. Θέλω να επιστρέψω στον τόπο μου το συντομότερο.

-Αν περιμένεις ως αύριο, θα περάσει ένα πλοίο μ’ ολοκαίνουργια μηχανή.

-Δε μπορώ να περιμένω τόσο. Νοστάλγησα ό,τι έζησα κι αγάπησα: τους φίλους μου, τις μουριές..

-Μουριές είπες; ρώτησε ο γλάρος. Υπάρχει ένα πλοίο μ’ αυτό το όνομα, που φεύγει σε λίγο απ’ τη πιο κοντινή αποβάθρα. Μάλλον αυτό πρέπει να πάρεις.

-Τρέχω να προλάβω! είπε και σύρθηκε γρήγορα ως την αποβάθρα. Έπει-τα σκαρφάλωσε απαρατήρητη στο κατάστρωμα.

-Βίρα τις άγκυρες! φώναξε ένας ναύτης.

Το πλοίο ξεκίνησε, κι η Λούδα βυθίστηκε στις σκέψεις της. Θυμήθηκε όλα τα όμορφα πράγματα που είχε ζήσει στον τόπο της.

Συλλογιζόταν τις φίλες της κάμπιες, όταν ξάφνου μια φωνή διέκοψε τις σκέψεις της:

-Κατεβάστε γρήγορα τις βάρκες! Το πλοίο βουλιάζει, φώναζε ο καπετάνιος.

-Επιβιβαστείτε γρήγορα στις βάρκες. Η μεταφορά αποσκευών απαγορεύ-εται. Κι αφαιρέστε από πάνω σας οτιδήποτε βαρύ, έδινε οδηγίες ένας ναύτης.

‘Ευκαιρία να ξεφορτωθώ τα παπούτσια μου’, σκέφτηκε η Λούδα, κι έ-βγαλε όσα ακόμη φορούσε. Καθώς όμως ετοιμαζόταν να τα πετάξει στη θάλασσα, της ήρθε μια άλλη ιδέα.

‘Είναι βάρος για μένα, αλλά όχι και για τη βάρκα’, μουρμούρισε και πλησίασε έναν ναύτη.

-Θα ήθελα μια χάρη, παρακαλώ!

Ο ναύτης μέσα στον πανικό, ίσα που άκουσε τη φωνή της.

-Τι θα θέλατε; ρώτησε με απορία.

-Επιθυμώ τα παπούτσια που φοράω να αποσταλούν στις Αρχές. Επίσης, θα ήθελα να συνοδεύονται από ένα σημείωμα. Θα με βοηθήσετε να το γράψω;

-Τέτοια ώρα τέτοια λόγια! είπε απότομα ο ναύτης.

-Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου! επέμεινε η Λούδα.

-Καλά! Είστε τυχερή, γιατί πάντα κουβαλώ στη τσέπη μου ένα στυλό μ’ ένα σημειωματάριο, όπου καταγράφω τις οδηγίες του καπετάνιου. Μόνο παρακαλώ σημειώστε γρήγορα αυτό που θέλετε!

Η Λούδα έγραψε γρήγορα το σημείωμα. Έπειτα το παρέδωσε στο ναύτη μαζί με τα παπούτσια.

-Να μείνω ήσυχη ότι θα σταλεί; ρώτησε ανήσυχα.

-Εντάξει. Βιαστείτε τώρα, για να προλάβετε τις βάρκες!

Η Λούδα επιβιβάστηκε γρήγορα σε μια απ’ τις διασωστικές λέμβους. Όμως, σαν έφθασε στον σταθμό προορισμού, μια έκπληξη την περίμενε. Αστυνομικοί την έπιασαν και της φόρεσαν χειροπέδες.

-Συλλαμβάνεσαι! Νόμιζες ότι θα μας ξεφύγεις. Όμως εμείς καταφέραμε και σε πιάσαμε.

Η Αστυνομία την παρέδωσε στο Δικαστήριο Εντόμων.

Οι κάμπιες κι οι αράχνες είχαν κληθεί ως μάρτυρες κατηγορίας. Όσοι είχε βοηθήσει στο ταξίδι της ήταν μάρτυρες υπεράσπισης. Συνήγορός της ορίστηκε το χελιδόνι.

Παρών ήταν κι ο ναύτης, που είχε παραλάβει το σημείωμα μαζί με τα παπούτσια της. Τα παρέδωσε όλα στους δικαστές. Εκείνοι διάβασαν το σημείωμα:

«Χαρίζω τα παπούτσια που μου απέμειναν, στη Λέσχη Τζιτζικιών για τον Διαγωνισμό τραγουδιού. Αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία, αν τελικά δεν επιστρέψω στη στεριά. Ζητώ συγνώμη απ’ όλους για το κακό που προκάλεσα με τη υπερηφάνεια μου, καθώς και για την απόδρασή μου».

Οι δικαστές κοιτάχθηκαν προβληματισμένοι:

-Καλείσαι να καταθέσεις!

-Αναγνωρίζω ότι έφταιξα. Έχετε κάθε δικαίωμα να με καταδικάσετε. Πριν όμως, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας την πολύτιμη εμπειρία του ταξιδιού μου.

Οι δικαστές την άκουσαν με προσοχή κι εκείνη διηγήθηκε με συντομία όλη την διαδρομή της. Τέλος κατέληξε:

-Το μεγάλο μου λάθος ήταν ότι αναζήτησα τη φιλία και την ομορφιά πο-λύ μακριά. Εκείνες όμως βρίσκονταν δίπλα μου!

Το δικαστήριο έλαβε υπόψη τις καταθέσεις όλων, αλλά κυρίως όσων βοήθησε, καθώς και την μεταμέλειά της. Τελικά την έκρινε σύσσωμο αθώα. Τα παπούτσια της θεωρήθηκε προτιμότερο να δωρισθούν στο Ίδρυμα αποκατάστασης άρρωστων τζιτζικιών.

Η Λούδα το δέχτηκε με χαρά. Ύστερα από αυτό, ένιωσε πολύ ανάλα-φρη. Μόνο τα βλέφαρά της βάρυναν.

Έπεσε σ’ έναν βαθύ ύπνο, αφού προηγουμένως τυλίχθηκε σ’ ένα αρα-χνοΰφαντο κουκούλι. Έμεινε εκεί όσο χρειάστηκε, προκειμένου να μετα-μορφωθεί σε μια πολύχρωμη πεταλούδα.

Σαν έφθασε η Άνοιξη, έσπασε αργά το κουκούλι. Τέντωσε νωχελικά τα μουδιασμένα φτερά της. Ο ήλιος που έπεφτε πάνω τους, τα στόλιζε με χρυσαφένιες ανταύγειες.

Τα φτερά της ήταν ακόμη τσαλακωμένα. Έκανε την πρώτη της προσπά-θεια να πετάξει, αλλά ατύχησε. Τότε είδε ένα χελιδόνι που έμοιαζε με τον φίλο της.

-Αγαπημένε μου φίλε, επέστρεψες!

Και τότε, δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια ή μια φωνή στη φαντασία της, που άκουσε επιτακτική:

-Πέτα Λούδα! Πέτα όσο πιο ψηλά μπορείς! Ως τον ήλιο, εκεί όπου οι μορφές σκορπούν στο φως.

Η Λούδα άνοιξε ρωμαλέα τα φτερά της και πέταξε, ακολουθώντας τις χρυσαφένιες ακτίνες του ήλιου. Έτσι από Λούδα μεταμορφώθηκε σε Πεταλούδα.

Κάποτε κουραζόταν και ξαπόσταινε ανάμεσα στα δροσερά φυλλώματα. Έπειτα πορευόταν σε ένα ατελείωτο ταξίδι προς το φως, συλλέγοντας τροφή από τα ευωδιαστά άνθη της ζωής.

Σε αυτή της τη πορεία συναντούσε συχνά κι άλλες πεταλούδες. Ήταν όλες ευτυχισμένες, γιατί ήταν ελεύθερες. Επέλεγαν τα λουλούδια απ’ ό-που έπαιρναν νέκταρ για τροφή.

Τα έντομα την προσκάλεσαν, στη γιορτή που οργάνωσαν για τον ερχομό της Άνοιξης. Εκεί της απένειμαν τιμητική πλακέτα, για τη δωρεά της στο Ίδρυμα αποκατάστασης άρρωστων τζιτζικιών. Ακόμη, σε Διαγωνισμό χορού των πεταλούδων, ανακηρύχθηκε η Χορεύτρια της χρονιάς και της δώρισαν ένα ζευγάρι γυάλινα γοβάκια.

-- ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΟΥΣ --

Όλα τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν αποκλειστικά αυτούς που τα υπογράφουν και οι οποίοι είναι και υπεύθυνοι των γραφομένων τους. ο ΔΙΑΥΛΟΣ δεν φέρει καμία ευθύνη για τις απόψεις που εκφράζονται, όταν αυτές υπογράφονται.