Το γράσο το θαλασσινό
γκριζάρει στο κουρσούμι,
και το στουπί στην τσέπη σου
ένα καημό σκουπίζει.
Ιδρώτας, γράσο, βάσανο
το κούτελο λεκιάζουν,
και ένας πόνος έρωτα σφήνα
μες το μυαλό σου,
να τρίζει σαν το μακαρά
την σάρκα να σου τρώει.
Πως η κουκέτα στένεψε
το νεύρο έχει νεκρώσει.
και το αλκοόλ που πίνεις άχρηστο
την μνήμη δεν την σβήνει.
Τον άλμπαρτο έχεις στο μυαλό
και όλο τον ζηλεύεις,
που όποτε θέλει απλώνει το φτερό
και την στεριά αγγίζει.
Ο ύπνος έγινε εχθρός
η μέρα ένα μαρτύριο,
γιατί δεν πρόλαβες να πεις
στα μάτια τα θαλασσινά
πόσο τα αγαπούσες.
Τώρα το κύμα το έβδομο
πάντα σε προλαβαίνει,
και την ψυχή σου την κρεμάς
στην άγκυρα της πλώρης.