Έτσι τρελός και αμίλητος είδα την εξουσία
να μαρτυράει την ζωή το αίμα μας να φτύνει,
και στα φανάρια στάθηκα μαζί με την αλήθεια
δυο ματάκια η ζωή και ο πόνος να την σέρνει.
Τσακίσαμε τα καλοκαίρια μας μετρώντας τις αγάπες
όσο γελούσαν οι τρελοί γελούσε και η καρδιά μας,
μέσα στα φτηνά τραγούδια μας χειμέριες αυταπάτες
τώρα μαζέψαν τα σκυλιά και κλαίνε τα παιδιά μας.
Και εμείς κρυφά αρπάζουμε τους πόνους από τον δρόμο
να μην τους κλέψουν οι κατακτητές και αδειάσει η ψυχή μας,
στον θάνατο τώρα χρωστώ μια μαχαιριά και πόνο
και γιασεμάκια όμορφα θα ανθήσει η αυλή μας.
Ένα τσιγάρο δανεικό ζωής ο χάρος να μας δώσει
η γκάιντα να κρατά ρυθμό στον αντρικό τον πόνο,
και στην Ελένη που πατεί το κάρβουνο να σβήσει
δυο μαχαίρια Περσικά να κόψει αυτή τον λώρο.
Ένα καράβι κόκκινο σκαρί από πολέμους
μαντίλα και χαμογέλα στο κύμα αφημένα,
η Σμύρνη και το Αϊβαλί κρατούν τους αλλοπαρμένους
και τους κερνάνε μουσικές και λογία ξεχασμένα.