Κάνε μου προφήτη,
μα κλείσε την πόρτα
του πόνου,
που φέρνουν οι φονιάδες,
άλλο παιδί δεν έχω να σου δώσω,
Λευτεριά.
Ζεστά τα χέρια του φονιά
με τις δέκα εντολές στο στόμα,
θλίψη και μισός κουβαλάς,
άνθρωπε κυνηγώντας τον θεό σου.
Πόση δύναμη απόκτησες θεέ του Ισραήλ
και αγάπησες τους φόνους,
πόσο θα κυνηγάς τον έρωτα
μέσα στις ελιές της Παλαιστίνης,
και στα ερείπια αίμα
μικρών παιδιών θα αφήνεις.
Μόλις τελειώσεις
το φονικό θλιμμένε νικητή,
στην αγκαλιά να πάρεις
την γυναίκα σου, βουβά να κλάψετε,
για τον μικρό Ανάς που σκότωσες,
γιατί σου πέταξε μια πέτρα
από το ερείπιο, που του έκανες σπίτι.