Και έμαθα πως ο τρόμος
συρρικνώνει την σκέψη,
και ο φόβος πως τρελαίνει το χαμόγελο
και τα δόντια τανάλιες φέρνουν πόνο
στην καρδία και στην ψυχή.
Ήθελα να φωνάξω μα οι λίστες
είχαν παντού το όνομα μου
ΑΝΕΡΓΟΣ
Και φόβος φώλιαζε βαθιά μέσα μου
Κόντευα να ξεχάσω τον εχθρό μου
και όλο το μαχαίρι στον καθρέφτη έδειχνε
ΕΜΕΝΑ,
τσακίδια και φευγιό.
Στους κήπους της εξουσίας
πάντα έχει άνοιξη,
και το μικρό παιδί με την γραβάτα
μαθαίνει τέχνη στην πλάτη του κηπουρού.
Και εγω ψάχνω να εξοφλήσω ακόμα
τον πρώτο δανειστή του Καποδίστρια,
του Όθωνα,
τον γερμανό, τον άγγλο, και τον γάλλο .
Στο στήθος έχω ένα σφίξιμο
στο αριστερό το χέρι το μαχαίρι ,
τόσα σκαλιά κατέβηκα
τον πλούτο να σκοτώσω.
Έτσι να χάσει ο δανειστής
ελπίδα να μην έχει,
στο σπίτι και στην κάμαρα μας
να έρθουνε καλούδια και τραγούδια
Και εκείνο το μικρό παιδί
με την γραβάτα του
το κλάμα να σκουπίζει,
γιατί ο κηπουρός ανάσανε
και ένα χαμόγελο στα χείλη έχει.