Κάτω από αυτόν το χειμωνιάτικο θόλο
πετάει μπερδεμένη η ψυχή μου,
μοναδικό αξέχαστο φιλί
της άνοιξης προσμένει.
Στην επαρχία αυτήν που ζω
που λίγοι την γνωρίζουν,
έχει πάντα χειμώνες δύσκολους
καυτά τα καλοκαίρια.
Και όλος ο κόσμος μέσα μας
εμείς και το χωριό μας.
Γυρίζουν όλα μέσα στο μυαλό
σαν ερωτικά στιχάκια,
που κουβαλούν την θλίψη τους
σαν κάδρα σκονισμένα.
Το παρελθόν μας γράφουμε
στα μέτρα της ζωής μας,
και το ρολόι βάλαμε να κτυπά
στης άνοιξης τους χρόνους.
Ομαδικά καθίσαμε σε ξέθωρα
παγκάκια και όλοι περιμένουμε τις
Αλκυονίδες μέρες,
να μας ζεστάνουν τις παλάμες μας και τα αχαμνά μας.
Μας πνίγει ο πόνος η οργή
μα πιο πολύ η ντροπή μας ,
γιατί τα όνειρα πετάξαμε
στα πέτρινα και ανήλια σοκάκια,
που ακτίνα ηλίου δεν περνά για να τα ζωντανέψει.
Μόλις περνάνε οι πρώτες πίκρες μας
μαζεύουμε καινούργιες ,
τον γείτονα αφουγκραζόμαστε
που ούτε μας θυμάται.
Μετράμε τους πεθαμένους μας
και μένουμε μονάχοι,
αργή και αυτή η άνοιξη και το γλυκό φιλί σου
κρυφή ελπίδα μέσα μου να αλλάξει η ζωή μου.