Ακίνητος να στέκεις στην άκρη μιας σιωπής. Ακίνητος να βλέπεις το όνειρο να φεύγει. Να ακούς την αλήθεια να χτυπά και τη δική σου πόρτα.
Ρωτάς «τι έφταιξε και καρβουνιαστήκαν τα δάση;», «Γιατί ο ουρανός είναι τόσο μουντός;», «γιατί δολοφονήθηκε η αλήθεια, η ηθική, η δημοκρατία;»
Περπατάς πια σε πολιτείες αμίλητες, σε δρόμους ματωμένους.
Σε φυλακές με αθώους και ένοχους και οι υπόλοιποι στα ψυχιατρεία. Τους παρακολουθείς με απάθεια καταγράφοντας καταστροφικές μορφές μόνο.
Σχήματα ανθρώπων, παραμορφωμένα. Θυμώνεις όταν τα βλέπεις να υποκλίνονται στις σκοπιμότητες των συστημάτων.
Τους βλέπεις λασπωμένους. Ωστόσο, για το «καλό της πατρίδας», σου λένε.
Μια πίκρα ανείπωτη στην καρδιά σου. Μια σημαία έτοιμη για υποστολή…
Πονάει αυτό.
Μια Ελλάδα σαν πόρνη ρακένδυτη. Εκεί σε ένα παγωμένο υπόγειο να γράφει και να υπογράφει στους υγρούς τοίχους την καινούρια της οδύσσεια.
Με κάποιους να την παρουσιάζουν σαν παράδεισος χώρα εξιδανικεύοντας ανοήτως την εικόνα μας σαν έθνος.
Και συ να νιώθεις σαν τρελός τρομοκράτης που θέλει απλώς να βάζει αυτοσχέδιες μπόμπες στη σιγουριά που σου πουλάνε.
Μα να ξέρεις πως δε θα σε αφήσουν να το κάνεις. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο θα ορθώνονται τα σίδερα και θα σε αμπαρώνουν με κλειδαριές υψίστης ασφαλείας.
Έτσι φίλε μου, όλοι θα μιλάμε με λέξεις ανούσιες, στοιβαγμένες η μία δίπλα στην άλλη συνθέτοντας ένα αινιγματικό πάζλ ψάχνοντας το χαμένο κομμάτι να ξαναφτιάξουμε μια χώρα. Τη δική μας χώρα