Sample Sidebar Module

This is a sample module published to the sidebar_bottom position, using the -sidebar module class suffix. There is also a sidebar_top position below the search.
ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΝΑΣ

Search Our Site

της Λεμονιάς Μουλά

Μαριάνθη τη λέγανε, κοντή, παχουλή με ένα κότσο πάντα στη θέση του, σαν σήμα κατατεθέν και μία κρεατοελιά στη γαμψή της μύτη, να συμπληρώνει την αστεία εμφάνιση της. Κάθε φορά που νευρίαζε, έσφιγγε τα ανύπαρκτα χείλη της και άλλαζε τις φουρκέτες που συγκρατούσαν τον κότσο της. Είχε ξεχάσει πόσα χρόνια ζούσε μέσα σε εκείνο το μπακάλικο, σα να είχε γεννηθεί εκεί. Πρώτα το είχε ο πατέρας της, μετά προικιό στον άντρα της, το Χρύσανθο.

Όσο για το Χρύσανθο, ο θεός να τον έκανε...Χρύσανθο! Κακός, τσιγκούνης, ούτε μια στάλα χρυσό δεν έκρυβε μέσα στην ψυχή του. Όσο για το "άνθος", βρωμούσε ολόκληρος μπακαλιάρο και παστή σαρδέλα. Τις έπιανε ολόκληρες με τα χέρια του και τις έβαζε στη λαδόκολλα, κι έπειτα τα σκούπιζε πάνω στη ποδιά του που κάποτε πρέπει να ήταν μπλε.

Καμία σχέση με τον πατέρα την τον Κυρ-Μανώλη. Αρχοντάντρας, κιμπάρης, φιλότιμος, ευγενικός και καθαρός. Με την τσιμπίδα τις έπιανε τις σαρδέλες και πάντα κρεμασμένο στη ζώνη της ποδιάς του το πετσετάκι για να σκουπίζει τα χέρια του. Πάνω στον πάγκο το κουτί με τα χρωματιστά λουκούμια τριαντάφυλλο, περγαμόντο, φιστίκι, λεμόνι...κέρασμα για τους πελάτες. "Γλυκαίνει, δεν παχαίνει", έλεγε πάντα γελώντας στις κυρίες που δίσταζαν να πάρουν λουκουμάκι, παρόλο που το ήθελαν.

Ψηλός, ξερακιανός ο Χρύσανθος ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την κοντοπαχουλή Μαριάνθη. Το ζευγάρι της συμφοράς, έτσι τους έλεγαν στο χωριό. Παιδιά δεν είχαν και ούτε ποτέ το έψαξαν περεταίρω. Το Χρύσανθο τον ένοιαζε μόνο να μαζεύει λεφτά, τους παράδες του. Σωστός μπακαλόγατος, γερολαδάς.

Η Μαριάνθη,πάλι, όταν δεν ήταν στο μπακάλικο περιποιούνταν τα λουλούδια της. Πλημμυρισμένη η αυλή της από χρώματα και αρώματα. Εκεί μέσα στο μικρό δικό της παράδεισο μυρίζοντας τις τριανταφυλλιές, τους βασιλικούς και τις μοσχομολόχες, μεθούσε με τις μυρωδιές και ταξίδευε με τα χρώματα. Κι ονειρευόταν πως ήταν ψηλή, αδύνατη και όμορφη σα πριγκίπισσα, σα νεράιδα σωστή. Κοιτούσε τις κίτρινες κολοκύθες και σαν άλλη σταχτοπούτα φανταζόταν μια ωραία άμαξα να την περιμένει και τον αμαξά να της κρατά ανοιχτή τη χρυσαφένια πόρτα. Ταξίδευε με το μυαλό της η Μαριάνθη εκεί ανάμεσα στα ζουμπούλια και τις βιολέτες. Εκεί χάιδευε τα αγέννητα παιδιά της, εκεί χρωμάτιζε την ψυχή της, εκεί πουλούσε παραμύθια στην ζωή της, την ίδια ώρα που ο Χρύσανθος πουλούσε ακόμα και την ζωή του στο διάβολο για λίγα χρήματα ακόμα. Τι θα τα έκανε...δεν ήξερε. Του έφτανε να τα μαζεύει και να τα βλέπει να αυγαταίνουν.

"Να πλύνεις τα χέρια σου", του φώναζε κάθε φορά που ερχόταν σπίτι.

Μήπως έπλενε και τίποτε άλλο. Κάθε δεκαπέντε μέρες, έλουζε τα μαλλιά του και έκανε ένα υποτυπώδες μπάνιο. Κάθε βράδυ που γύριζε σπίτι ο Χρύσανθος, η Μαριάνθη λιβάνιζε και εκείνος γινόταν τούρκος. "Μωρή τρελοκαμπέρρω, πέθανε κανείς και λιβανίζεις;", της φώναζε αγριεμένος. Τα λόγια του χτυπούσαν στα αυτιά της και της τρυπούσαν το μυαλό, μα το λιβάνι προστάτευε τη μύτη της.

Έτσι κυλούσε η ζωή τους, ανάμεσα στις βρωμομυρωδιές του Χρύσανθου και τα αρώματα της Μαριάνθης. Έζησαν μαζί μέχρι το τέλος και πέθαναν πλήρης ημερών. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι απέγιναν τα λεφτά που με τόση λαγνεία μάζευε ο Χρύσανθος, όμως, η Μαριάνθη έφτασε στον άλλον κόσμο γεμάτη χρώματα και αρώματα.

-- ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΟΥΣ --

Όλα τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν αποκλειστικά αυτούς που τα υπογράφουν και οι οποίοι είναι και υπεύθυνοι των γραφομένων τους. ο ΔΙΑΥΛΟΣ δεν φέρει καμία ευθύνη για τις απόψεις που εκφράζονται, όταν αυτές υπογράφονται.