Ήσουν ο μόνος.
Ήσουν ο μόνος που έμεινε
όταν τελείωσε η γιορτή.
Ήταν που διψούσες για παράταση.
Ήταν ίσως που σε άγγιξε
ένας της στίχος ή ένα της βλέμμα
ή ακόμα ένα ένστικτό σου.
Καιρό τώρα μέσα σου
ένα παιδί φωνάζει "εκδρομή".
Ασκήθηκες να μη το ακούς.
Πότε το φίμωνες βιαστικά,
άλλες πάλι φορές του έταζες στα ψέματα
όταν η φωνή του δυνάμωνε.
Σήμερα ακόμα δεν ξέρεις
το γιατί το άκουσες,
το γιατί το ακολούθησες.
Και μετά από καιρό ανάσανες ευτυχισμένος
και σα να μην είχες ούτε σώμα, ούτε μνήμη
με την αγνότητα του παιδιού
που σου φώναζε "εκδρομή".