Καλή χρονιά σε όλους με υγεία και χαρά! Για να κάνουμε αρχή φέτος, η «τροφή της σκέψης» θα φιλοξενήσει ένα απόσπασμα από «Τα Παιδιά του Σπάρτακου» της Διδώς Σωτηρίου. Το κείμενο διαδραματίζεται στη Θράκη την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων και οι διάλογοι των ατόμων είναι στην τοπική θρακική ιδιόλεκτο, όπως την διέσωσε η συγγραφέας στο έργο της. Το απόσπασμα αναφέρεται σε μια οικογένεια πλουσίων από την περιοχή του Διδυμότειχου, στην οποία δούλευε μια φτωχή οικογένεια με τα παιδιά της από το ίδιο χωριό και μας δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα της συμπεριφοράς των πλουσίων απέναντι στους κολίγους τους και της νοοτροπίας της εποχής. «Η Μαριώ τους έσερνε όλους από τη μύτη και πιο πολύ τη μάνα της… Μα πιο σκληρά φερνόταν στη μικρή αδερφή του Νεόφυτου, κι η μάνα της όχι μονάχα το δεχότανε, μα βασάνιζε και η ίδια το μικρό κορίτσι. Το κουβαλούσε τις ώρες που έτρωγε το Μαράκι και το είχε να στέκεται όρθιο και να ξεροσταλιάζει. Κι όντας δεν ήθελε να καταπιεί τη μπουκιά της η μικρή σουρώνοντας με αηδία τη μύτη της , τότε η μάνα τους γέμιζε το κουτάλι κοτόσουπα, να πούμε, ή κρέμα ή πιρούνιαζε ένα κομμάτι κρέας και το πλησίαζε στο στόμα του φτωχού κοριτσιού. «Θέλ’ς σουπίτσα Βασιλιώ; Θέλ’ς κριάς; Έλα φα του , φα του , να…» Η Βασιλιώ που ήταν κάπου έξι χρονών άνοιγε το μικρό ροδί στοματάκι της που πλημμύριζε σάλιο, γούρλωνε τα μάτια και πάνω στην αποφασιστική στιγμή, της τραβούσε πίσω το πιρούνι ή το κουτάλι. «Μωρ’ τι λές εκεί! Αμ δε που θα του φας συ! Έλα Μαράκι έλα πουλάκι μ’! Α μπράβο! Μπράβο του πιδί μ’!» Το Μαράκι με μια σαδιστική ευχαρίστηση κατάπινε με βουλιμία σχεδόν αμάσητο το φαγητό και κοίταζε θριαμβευτικά τη Βασιλιώ που ξεροκατάπινε το σάλιο της. Η Βασιλιώ υπόφερε πολύ απ’ αυτό το περίεργο παιχνίδι, μα για χρόνια νόμιζε πως ο Θεός εκείνη την είχε πλάσει γι’ αυτό το ρόλο. Η αλήθεια είναι πως η μακαρίτισσα η μητέρα του Αλέξανδρου μετά από αυτή τη δοκιμασία έπαιρνε τη Βασιλιώ στην κουζίνα και της γέμιζε ένα χαλασμένο πιάτο με ο,τι αποφάγια είχε το σπίτι. Ο Αλέξανδρος δε βάστηξε μια μέρα και είπε στη μητέρα του. «Μάνα γιατί βασανίζεις το ξένο κορίτσι! Δε βλέπεις πως τρέχουνε τα σάλια του όπως τραβάς το κουτάλι! Και γιατί δεν της βάζεις απ’ το φαΐ που τρώμε εμείς και στο ίδιο πιάτο; Ε, γιατί;» Η κυρία Βελίδη του χάιδεψε το κεφάλι στοργικά . «Γιέ μου, χρυσέ μου, πονόψυχε γιέ μου. Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα μάτια μου.» «Δεν είναι ίσα, μα για να σ’κωθεί ο Σπάρτακος και τα λέμε τότες… όσο οι πλούσιοι θα βασανίζουνε τ’ς φτωχούς , ο Σπάρτακος που ‘ναι Θρακιώτης θα σ’κωθεί απ’ το μνήμα τ’ και θα ‘ρθ’ να βαλ’ τάξ’…» Ύστερα η μάνα τα διηγότανε με καμάρι στον πατέρα «Το και το ο Αλεξαντρής μας» και γελούσανε περήφανοι για το γιό τους.» Σας εύχομαι την νέα αυτή χρονιά να μην παίξετε το ρόλο της κυρίας Βελίδη, να σκύψετε με κατανόηση και συμπόνια στον ξένο φτωχό άνθρωπο, αφού όλο και περισσότεροι από μας, εισερχόμαστε σε αυτή την κατηγορία μέρα με τη μέρα… Σας εύχομαι το 2017 να μάθετε και τα παιδιά σας να μην είναι κακομαθημένα και η καρδιά τους να είναι ζεστή στο να συνδράμουν στον ανθρώπινο πόνο… Εύχομαι τέλος στους ηγέτες των κρατών να λάβουν υπόψη τους αυτή τη χρονιά, ότι όσο η απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς μεγαλώνει, τόσο είναι και πιθανότερο, ένας οι περισσότεροι Σπάρτακοι, να διεκδικήσουν -με όποιο τρόπο θεωρούν αποτελεσματικότερο – μια καλύτερη ζωή σε αυτόν τον πλανήτη… Καλή χρονιά σε όλους!