Γράφει η Κατερίνα Αθηνιώτη - Παπαδάκη
Νά ἁλιεύεις στά βάθη τῶν στιγμῶν τήν ἀναπνοή τοῦ Θεοῦ.
Τήν πανταχοῦ παροῦσα καί τά πάντα πληροῦσα θεῖα πνοή.
Νά ἐπιτρέπεις σέ αὐτήν τήν παρουσία καί σέ αὐτήν τήν πληρότητα νά σέ καινουργεῖ.
Ἀναπνοή τῶν πραγμάτων εἶναι ἡ αὔρα τοῦ μυστηρίου τους.
Μπορῶ νά σοῦ πῶ «ἡ ἀνθισμένη κερασιά» ἀλλά δέν σοῦ μεταφέρω τήν αὔρα της.
Ἵσως νά γινόνταν πιό εὔγλωτη αὐτή ἡ αὔρα ἄν ἔλεγα:
«Ξάφνου ἔνιωσα πού πήγαιναν τόσα χαμένα φεγγάρια. Μυστική τά σύναζε σιωπή καί τά ’δενε ἄνθη».
Ἀλλά καί ἀπό αὐτό ἀπουσιάζει ὁ συγκερασμός τῆς ἀναπνοῆς σου μέ τήν πνοή της.
Καί δέν ἐκφράζει τήν ἀλληλοπεριχώρηση τοῦ συγκερασμοῦ μέ τήν πνοή τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει νά μεταλάβεις τό μυστήριο γιά νά τό γνωρίσεις. Πρέπει νά εἶσαι ἐκεῖ.
«Ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀπουσία ἀπό τό παρόν» (Ν.Γ.Πεντζίκης). Προσπερνοῦμε ὄχι ἁπλῶς τίς στιγμές μας.
Προσπερνοῦμε τήν ἀναπνοή μας.
Δέν μετέχει ἡ ἀναπνοή μας στή δωρεά τῶν στιγμῶν καί γι’ αὐτό τίς χάνει.
Προσευχή εἶναι ἡ προσοχή τῆς καρδιᾶς. Ἡ ἀναπνοή τῆς καρδιᾶς. Δέν εἶναι σκέψη ἀλλά ἐπίσκεψη.
Συγκατάβαση χάριτος. Ἐπιστροφή τῆς ἀναπνοῆς στήν πνοή τοῦ Θεοῦ.
«Ὡς ἀναπνοή θά πρέπει νά ἐννοήσετε τήν πνευματικότητα» (Ν.Γ.Πεντζίκης).
Αὐτή ἡ ἀναπνοή δέν εἶναι ἀποστεγνωμένη, κενή, ξερή ἀλλά μεθεκτική, καθολική, ὁλόδροση.
Εἶναι μεθεκτικός τόπος ἀνάπαυσης καί ἀνάστασης. Τό «Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι».
Ἀναπνοή πού λειτουργεῖ τήν ἀντάμωση μέ τό μεταμορφωτικό θαῦμα τοῦ κόσμου.
Ἀλλά πρέπει νά μήν προσπερνᾶς τήν πνοή σου.
Οὔτε νά προσπερνᾶς τήν πνοή τοῦ Θεοῦ πού μέ τόσα θαύματα κρούει τή θύρα τῆς συνείδησής σου.
Θά’λεγα γιά τήν κερασιά, πώς μαθήτευσε στήν ἡσυχαστική πνοή τοῦ χιονιοῦ,
πώς σύναξε τίς νιφάδες τοῦ μυστηρίου,
πώς ἐνοίκησε στόν μύθο τοῦ χρόνου της τόν Παραδείσιο Κῆπο,
πώς τούτη ἡ ζέση εἰσερχόμενη στῆς ἀνοίξεως τόν κόρφο
καί συνοδευόμενη ἀπό πασχάλια κεκρυμμένη ἀηδονοκρουσία,
μετουσίωσε νυφικά τά ἄνθη σέ εὐχαριστιακή κοινωνία.
Καί ὅτι οἱ ἐσπερινοί ἥλιοι πού δυναμιτίζουν τή δύση καί τή δύση μας,
σάν μεταφυσικά πτηνά φωλιάσαν στά φυλλώματά της,
συνάξαν τίς πυρακτωμένες φωτοδροσιές καί μετουσίωσαν τό φτέρωμα σέ καρπό
γιά νά γευτεῖς τόν ἐνυλωμένο λόγο τοῦ θαύματος.
«Πιστεύω γενικότερα ὅτι πρέπει νά εἶναι παραπλανητικό ν’ ἀποσπάσει κανείς
μιάν ὁρισμένη ἔκφραση ἀπό τό ὑλικό πού τήν ἐγέννησε,
γιά νά τή μεταφέρει σ’ ἕνα ἄλλο ὑλικό πού μοιραῖα τῆς εἶναι ξένο» (Γ.Σεφέρης).
Γράφοντας λοιπόν μειώνω τήν παραχώρηση τοῦ βιώματος.
Ἀπουσιάζει ἀπό αὐτό ἡ ἀναπνοή σου.
Πρέπει νά ἐνωτιστεῖς τήν παρουσία γιά νά νιώσεις τή φωνή της.
Ἴσως τήν καταγράψεις μέ ἄλλα ἀνοίγματα λέξεων.
Οἱ λέξεις ὅμως ὅταν φτάσεις στό «σωστό διάβασμα» (Ν.Γ.Πεντζίκης)
εἶναι τά εὐλογημένα μυρμήγκια πού μποροῦν «νά ἐπικαλεστοῦν τόν Κύριο σέ βοήθεια» (Ν.Γ.Πεντζίκης).
Γυρίζουν οἱ ἐποχές.
Ἀμέριμνες σάν παιδιά, δυνατές σάν παλληκάρια ἤ μυστηριακές σάν παρθένες,
νύφες πού γνέφουν γιά νά ἐπισκεφτοῦν καί νά ἐπιστεφοῦν ἀπό τήν εὐγένεια τῆς ἀναπνοῆς σου.
Ὕλη λεπτή, ὕλη πνοῆς. Μέ αὐτή βηματίζει ἡ αἰωνιότητα.
«Ἄς λάβουμε συνείδηση τῆς πνοῆς μας»(Πεντζίκης).
Ἄς μήν προσπερνοῦμε τή ζωή μας.
Διψοῦν ὅσα σιγοῦν.
Διψοῦν τήν προσοχή καί τήν προσευχή μας.
Διψοῦν τήν ὁλάνθιστη ἀναγωγή τῆς παρουσίας (μας) σέ δέντρο εὐχῆς.