«Ποιός εἶμαι, ἀπό ποῦ ἔρχομαι, ποῦ πάω. Ποιός ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μου καί ποῦ θά καταλήξω;»
Στόν τόπο μας τό φῶς ἦταν ἀνέσπερο. Τό ψωμί ἀνεβατό ἀπό τό προζύμι τοῦ Σταυροῦ. Τό χῶμα ζωντανό. Ὁ λόγος ἦταν εὐχή. Ὁ δρόμος πράξη.
Ξεδιψούσαμε μόνο ἀπό πηγές. Συναντιόμασταν μόνο στό φῶς.
Τά χέρια θύμιζαν ἄνθρωπο. Τά στήθη Θεό.
Οἱ λέξεις μας ἦταν διαφορετικές. Τά νοήματα δέν ἦταν τοῦ νοῦ, ἀλλά τῆς καρδιᾶς μας. Σχολειά μας ἦταν τά καθαρά μέτωπα.
Κι ὅταν ἀκούγαμε τήν καρδιά μας, ξέραμε ὅτι ἀκοῦμε τή γῆ μας.
Κι ὅταν ἀγγίζαμε τά παιδιά μας, ξέραμε ὅτι ἀγγίζουμε τόν οὐρανό.
Μέσα μας δέν κατοικοῦσαν γνώσεις ἀλλά ὄνειρα, πού τά ποτίζαμε μέ ὑδρώτα καί βλάσταιναν.
Ζωή μας δέν ἦταν ἡ ἐπιβίωση ἀλλά τό θαῦμα.
Στά μέρη μας, τήν ἄνοιξη δέν τήν ἔφερναν τά χελιδόνια ἀλλά ἡ ἀγάπη μας. Καί ὁ χρόνος δέν ἐχωροῦσε στά ρολόγια, παρά μονάχα στίς καμπάνες μας.
Τό μόνο νόημα πού ψάχναμε ἦταν τό δάκρυ. Ὅλα τά ἄλλα λές καί τά ’χαμε δεύτερο σῶμα. Μ’ αὐτό ἐβαδίζαμε. Καί τά χνάρια στά καλντερίμια μαρτυροῦσαν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας.
Μυρόβλιζε στό σπίτι ἡ προσευχή τῆς γιαγιᾶς, ὁ ὑδρώτας τοῦ πατέρα. Κι ἄν κάποιος ἀπό ἄλλα μέρη ἄνοιγε τήν πόρτα μας, ξάφνου θ’ ἀντίκρυζε τόν γαλαξία σάν ποταμό ἕτοιμο νά ξεχειλίσει τό σύμπαν.
Στά μέρη μας, ὅταν ὁ ἄντρας πλάγιαζε μέ τή γυναίκα του, τό ἀναστάσιμο φῶς ἔκαιγε.
Γι’ αὐτό ὁ ἔρωτας ἦταν θυσία, καί τό σῶμα τ’ ἀντίδωρο πού μοιράζουμε στίς ἐκκλησιές μας.
Στά μάτια ἐκρατούσαμε τήν ψυχή μας. Γι’ αὐτό ὅπου ἐκοιτούσαμε ἐβλέπαμε φῶς.
Ἡ τιμή ἦταν ἡ ἱστορία μας. Μοιραζόμασταν τό ψωμί ὅπως μοιραζόμασταν τήν ἀλήθεια μας. Τό λίγο πάντα μᾶς ἐπερίσσευε. Ἡ εὐλογία ἦταν τό ἀγαθό πού ποτέ δέν μᾶς ἔλειψε.
Ὅταν ἀθροίζαμε τούς χρόνους, ἐβγάζαμε φῶς. Κι ὅταν ἀθροίζαμε τίς σοδειές μας πάλι φῶς ἐβγάζαμε. Γιατί τό φῶς ἦταν ἡ μοναδική πού ἐκατέχαμε μονάδα μέτρησης.
Τήν Κυριακή ἐφορούσαμε καί λάμπαμε. Φῶς ἡ καρδιά καί τ’ ἀνάβαμε. Μέ τό πρόσωπο στόν ἥλιο ἐζυγιάζαμε τόν οὐρανό μέσα μας.
Γι’ αὐτό καί ἡ ἐσώτατη σύσταση τῆς ύπαρξής μας ἦταν λόγος Θεοῦ.
Ἀπό τήν κάθε ἀνατολή τό μόνο στοιχεῖο πού ἀπουσίαζε ἦταν ἐκεῖνο τοῦ ἐφήμερου.
Γι’ αὐτό στή γραμμή τοῦ ὀρίζοντα ἡ ματιά μας ἀτένιζε, φλέβα καρδιακή, τήν αἰωνιότητα.
Στή γῆ μας ποτέ δέν πεθαίναμε. Τά κοιμητήριά μας ἤτανε σπιτικά τῆς μνήμης. Οἱ σταυροί μας προσκηνυτάρια τοῦ χρόνου.
Μέσα μας ἐκατοικοῦσαν γενεές ἀπροσμέτρητες ἀκυρώνοντας τή φθορά. Ἀποδεικνύοντας λειτουργικά τήν ἰσχύ τοῦ αἰώνιου.
Μιά ἄλλη βαρύτητα ὅριζε τήν ἔλξη. Ὁ νόμος ἐγινόνταν χάρη. Οἱ θνητοί ἀθάνατοι.
Ἐχαρίζαμε στό χρόνο στέγη ἀπό φῶς, ἄρτο ἀπό ἀγάπη. Κι ὕστερα τόν ἐλειτουργούσαμε, νά γίνει αἰωνιότητα.
Ἡ κλεψύδρα του ὑπάκουε ὄχι σέ ἕτη, ἀλλά σέ ζέσεις καρδιᾶς.
Γι’ αὐτό ἦταν εὐπροσδιόριστος ὄχι ἀριθμητικά ἀλλά ὑπαρξιακά.
Κανείς δέν ἐρώταγε τί νά τήν κάνει τήν ἀθανασία. Τήν ἔκανε Κυριακή τοῦ σώματός του. Ἔγνεφε στό φῶς καί ἐγινόνταν αἷμα του.
Τί ἄλλο εἴμασταν ἄν ὄχι ἀκρωτήρια τῆς αἰωνιότητας;
Ἐδῶ ἡ κλάση τοῦ ἄρτου, τό «εὐλόγησον Κύριε τῇ βρώσῃ», τό «γενηθήτω φῶς», τό «μνήσθητι», τό «ἐλέησον» καί τό «Δόξα Σοι».
Ἐδῶ ἡ φάτνη πού τά ἄλογα λογοποιοῦνται.
Γῆ πού ὁ ἥλιος σέ δίψασε καί ἡ τιμή σέ ἁγίασε, ὕψιστο θαῦμα, νῦν καί ἀεί μετουσιώνεσαι σέ καρδία ζῶσα μέσα μας, ἀληθεύοντας ὄχι χωρικά ἤ χρονικά, μά βιωματικά, τόν στῖχο τόν βαθύ πού ἔμεινε φῶς καί δρόμος σου:
«Πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς, πάλι δικά μας εἶναι». Εἶναι!
Ὄχι κατά δύναμη, μά κατά χάριν, τά τοῦ σώματος μόρια στά τοῦ ἀνεσπέρου φωτός ὅρια.
«Ποιός εἶμαι, ἀπό ποῦ ἔρχομαι, ποῦ πάω, ποιός ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μου καί ποῦ θά καταλήξω;»
Χάριτι Θεοῦ, γράφω τό φῶς πού πέρασε μέσα μου:
ΕΙΡΗΝΗ
Οὐκ ἑάλω ἡ βασιλεύουσα θυσία τῶν ἀγαπώντων τόν Κύριον.
Καλή Σαρακοστή και ἀέναο νόστο χάριτος.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο της Ιωάννας Ξέρα.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο