Tου Κώστα Μπούγα
Χρυσώνει η γη σε τούτο το ακρογιάλι,
σαν γύρει ο ήλιος και πάει να κοιμηθεί,
πορφύρα χρυσοκέντητη, του βάζει για στεφάνι,
μύρια τα αστέρια του γιαλού, όμορφα στολιστεί.
Οι ναύτες απλώνουν τα πανιά σε όλα τα τρεχαντήρια,
κι οι βάρκες τους λικνίζονται νυφούλες με στολίδια.
Βίρα τις άγκυρες παιδιά, στους κάβους λύστε τα σχοινιά,
φυσά το αγέρι του βοριά, άντε μωρέ καλή ψαριά.
Νταούλια ντέφι και βιολιά σκορπούν τη νιότη στη στεριά,
γάμος τρανός μωρέ παιδιά, τραντάζει η γη απ’ τη χαρά.
Ταίρι δεν έχει η νύφη μας, πανώρια η θωριά της,
το μάτι κλείνει ο γαμπρός ροδίζει απ’ τη ντροπιά της.
Η νύχτα απλώνει τα φτερά, το κύμα γαληνεύει,
άγρυπνα μάτια στη στεριά, του πέλαου καρτέρι.
Έφυγε ο γιος στα πέρατα μα ακόμα να γυρίσει
Κι η μάνα πνίγει το δάκρυ της στα χείλη πριν κυλίσει.
Κώστας Μπούγας
(Γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στο Εκτελωνιστικό Βήμα τον Μάιο του 2000)
--------------------------------------
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Κωνσταντίνος Μπούγας γεννήθηκε τον Φλεβάρη του 1952 σε ένα μικρό χωριό, το Γεράκι ή Γερακιού της Βόρειας Εύβοιας.
Είναι σκαρφαλωμένο στους πρόποδες ενός λόφου κάτω από τις πηγές της Καρίτσας, τέσσερα χιλιόμετρα από το ακροθαλάσσι στο Πευκί.
Πέτρινα τα σπίτια σκεπασμένα από ομοιόμορφα κεραμίδια. Πέτρινο το χωριό του, γεμάτο καλντερίμια, πέτρινα όμως και τα παιδικά του χρόνια, αφού οι φτωχοί γονείς του με λιγοστά κτήματα στύβαν και θρυμμάτιζαν την πέτρα για να πάρουν τους καρπούς της λιγοστής γης που τους όρισε η μοίρα.
Τέλειωσε το δημοτικό το 1963 με σκισμένα τα κοντά του παντελόνια, πηδώντας τους φράχτες των χωριανών του για να σκαρφαλώσει και να μαζέψει τα φρούτα της επιβίωσης.
Το εξατάξιο γυμνάσιο το τέλειωσε το 1970, μένοντας στην Ιστιαία με πολλές στερήσεις, αφού οι δραχμές ήταν λιγοστές. «Κωνσταντίνε, μέχρι εδώ μπορέσαμε να σε στηρίξουμε με χίλιες δυο στερήσεις, από εδώ και πέρα την ζωή να την πάρεις στα χέρια σου και να δώσεις στην σχολή Επωνοματαρχών» του είπε ο πατέρας του.
Τελικά ο Κωνσταντίνος, μη πολιτικοποιημένος, χωρίς να γνωρίζει τη στάση ζωής των πλουτοκρατών, πήρε τον δρόμο για την Αθήνα για να βρει την τύχη του, με μόνο εφόδιο την σωματική και ψυχική του δύναμη.
Μετά από περιπλάνηση σε διάφορες δουλειές, δούλεψε για εφτά χρόνια σε εταιρείες διεθνών μεταφορών και τριάντα δύο χρόνια σαν εκτελωνιστής.
Σε αυτήν τη διαδρομή τα είδε όλα. Πίστεψε πως το κυνήγι του χρήματος δεν χαρίζει ευτυχία και είναι μόνο προνόμιο των πλουτοκρατών, πατώντας πάνω σε πτώματα εργαζομένων διαφεντεύοντας ολοκληρωτικά την ζωή τους.
Σήμερα είναι συνταξιούχος από το 2012 με τέσσερα παιδιά και δύο εγγόνια. Τελικά δε γνωρίζει σήμερα αν μπόρεσε να φθάσει στην Ιθάκη του ή αν η ζωή είναι ένας δρόμος γεμάτος από Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες με μετρημένες στιγμές ευτυχίας.
Γράφει και αποτυπώνει σε χαρτί τις σκέψεις του, τις αγωνίες του, τα συναισθήματά του, τις μνήμες του πριν από το 2000 μέχρι σήμερα.
Έχει γράψει ποιήματα που ελάχιστα σώζονται και αριθμούν τα δάχτυλα μιας παλάμης. Έχει γράψει αρκετά διηγήματα, νουβέλες, ένα μυθιστόρημα και πέντε θεατρικά.
Οι μνήμες του είναι άναρχα στοιβαγμένες σε ένα παλιό πυθάρι.
Δεν θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα, αλλά απλά ανοίγει το καπάκι από αυτό το παλιό πυθάρι και τότε οι μνήμες σαν πύρινες φλόγες πετάγονται και αποτυπώνονται σε ένα χαρτί, «Αυτό είμαι όλο» μου απάντησε αφού τον χαρακτήρισα άνθρωπο του πνεύματος.
Σήμερα είναι ιδιαίτερα ευτυχισμένος γιατί περιμένει και τρίτο εγγόνι από την μικρότερη πολυαγαπημένη του κόρη, την Τριανταφυλλένια του.
Από τα ελάχιστα έργα του που σώζονται, θα προσπαθήσoυμε να δημοσιεύσουμε, τα μικρότερα ολόκληρα και τα μεγαλύτερα σε σειρές.