Tου Κώστα Μπούγα
Στη πρύμνη τρεχαντήρι μοναχός ο καπετάνιος,
το κύμα του πελάου τ’ αφρισμένο αγναντεύει,
το ξύλινο τιμόνι στιβαρά με το δεξί του χέρι,
μετρά τα αστέρια τα πουλά και όλο αγριεύει.
Στη πλώρη η μάνα ορίζει τη γραμμή χωρίς πυξίδα,
τα ξάρτια, τα πανιά στολίζουνε κοράλλια και κοχύλια,
στις σκάλες, στα σχοινιά κρεμιούνται ακροβάτες κολλητήρια,
και οι αιώνιοι ναύτες κομποδένουνε γοργά τα παλαμάρια.
Γερό σκαρί κι αθάνατο αυτό το τρεχαντήρι,
σχίζει σαν δίκοπο σπαθί τ’ αγριεμένο κύμα,
στα πέρατα του νου πελάη με βία τα κουρσεύει,
τρόμος σ’ εχθρούς και πειρατές λαούς τους σαγηνεύει.
Ρωμιό το βάφτισε μια νύχτα στο καρνάγιο,
κομμένο χέρι πειρατή που αγκάλιασε τον άγιο,
αθάνατοι οι πολεμιστές στα αμπάρια στα κουπιά του,
και ο καπετάνιος κουρσευτής πεσμένα μαζεύει τα βρακιά του.
Στη ράχη ο καπετάνιος μας βαστά τη Ρωμιοσύνη
και ταξιδεύει τ’ όνειρο σε μάχες σε ειρήνη,
κοιμάται νύχτα νηστικός με ονείρατα τσιμπούσια,
αιώνια γκρινιάρης και έφηβος τρώγεται με τα μούσια.
Τη Σκύλα και τη Χάρυβδη με τέχνη αποφεύγει,
οι Κύκλωπες τυφλώθηκαν περίσσια η πονηριά του,
τους Λαιστρυγόνες τρόμαξε την Κίρκη σαγηνεύει,
ταξίδι αιώνιο μοναδικό ο δρόμος στην Ιθάκη.
Το αγόρασα ένα σούρουπο σε τούτο το λιμάνι,
σαν ξέπεσε σε χέρια τσιγγάνου γυρευτή,
"αφέντη, πενήντα γρόσια κάνει τούτο το καράβι,
πάρτο με δέκα, νυχτώνει και που να κοιμηθεί".
Το έχω σ’ ένα ράφι σκονισμένο εδώ και χρόνια,
μαζί του ταξιδεύω στου φεγγαριού της θάλασσας τ’ αλώνια,
σε ξωτικά λιμάνια του μυαλού αράζω και σαλπάρω
μύρια τ’ αστέρια του γιαλού στο κόρφο μου τα πάρω.
Καλή μου, θα τα σκορπίσω στα μαλλιά με απλοχεριά περίσσια,
γοργόνες σε στολίσουνε με του γιαλού τα φύκια,
πλεξούδες κομποδέσουνε με ξωτικά ανεμώνες,
μαργαριτάρια του βυθού γιρλάντες στους αγκώνες.
(βιογραφικό θα βρείτε στα προηγούμενα ποιήματα του Κώστα Μπούγα)
ΣΣ: Το ποίημα αυτό γράφτηκε τον Ιούλιο του 2013. Αφορμή στάθηκε ένα χειροποίητο ξύλινο καράβι που έχω πάνω σε ένα ράφι εδώ και χρόνια. Προσπάθησα ένα πρωινό να βγάλω την σκόνη από τα πανιά, τις σκάλες, το κατάρτι, τα ξάρτια. Το αγόρασα στο λιμάνι του Πειραιά από ένα λοστρόμο ναυτικό που έγινε στεριανός σαν πάτωσε στον Ινδικό ωκεανό το καράβι που ταξίδευε. Το τρεχαντήρι μου τώρα ακούνητο με τις φιγούρες του μεγάλου καραγκιοζοπαίχτη Θανάση Σπυρόπουλου στα πανιά, στα ξάρτια, στις σκάλες, στη κουβέρτα κάνει ταξίδια του νου, της ψυχής με καπετάνιο στο πηδάλιο τον αιώνια έφηβο Καραγκιόζη.
Κώστας Μπούγας