του Γιάννη Καρατζούδη (Μηχανικού)
Πάνω από γκρεμούς στέκομαι
κοιτώ την θάλασσα,
και το γαλάζιο περνά στο νου
στην ψυχή μου περνά.
Κρατώ όλα τα όνειρα γιατί είναι ακριβά
και ο μικρός λόγος ένα μαχαίρι,
πώς να υποκύψω; πώς να εξεγερθώ;
Θεούς και κράτη πολεμώ.
Μα μόλις ανάβω μια φλόγα του κεριού
όλος ετούτος ο κόσμος πως υποχωρεί,
και με ένα χαμόγελο στην άκρη του ματιού
ζωή μου δίνει πάλι από την αρχή.
Και εκείνη η μέρα η παλιά
πεισματικά να θέλει να έρθει,
να ξαναζήσει σε ένα σοκάκι σκοτεινό,
τρύπιο βρακί, σημείο δράσης και διαφύγεις.
Κλειδιά να τρίζουν στις σκουριασμένες κλειδαριές
ντουβάρια μούχλα ,πατώματα υγρά,
και μια ανεξόφλητη ληγμένη επιταγή,
που με ζητά η να υποταχτώ η επαναστατήσω.