Χιλιάδες αρχαιολόγοι ήρθαν
έψαξαν να βρουν ξανά τις σημασίες
είδαν την στάμνα σπασμένη να τρέχει ακόμη νερό
βρήκαν την χαραμάδα που έμπαινε ο αγέρας μέσα
ένα ζωντανό είχε αφημένη την ανάσα του χάμω στο υπόγειο στο ανώι τα χέρια ψηλαφούσαν ακόμη ένα ακριβό χαλί
και ένα δοχείο έκλεινε τον ήχο του καραβιού με την μαντήλα της νύφης
τα ταξινόμησαν
τα αποδελτίωσαν
τα αρίθμησαν
μα δεν τα γεωμέτρησαν
τους διέφυγε κείνος ο μεγάλος αρχιτέκτονας,
που έχτισε αυτήν την παρακατιανή οικία
είχε μαζί του έναν χάρακα εφτά μιλίων μόλις για μια μικρή κόγχη
έφερνε ένα τεράστιο διαβήτη, με σκέλη όσο δυο κυπαρίσσια, και στην άκρη αντί για μελάνι μυστικισμό
μ’ αυτόν έφτιαξε ένα τόσο δα μικρούλικο σοφρά
για να δειπνούν οι δεκατέσσερις γέροντες
πού να σκεφτεί κανείς ότι οι αρχαίοι ήταν δεκατέσσερις
όλοι ανοικονόμητοι.
Κάπου μεταξύ των κλασικών περιόδων
ζουν οι Κεκρυμμένοι.
Με τους μεγάλους χάρακες και τους πελώριους διαβήτες.
Και έμειναν αποδελτιωμένοι,
αλλά, τι κρίμα, αγεωμέτρητοι!