Μια Κυριακή του Μάη έκανα "τσα" και βγήκα από την κοιλιά της μαμάς μου, μετά την εκκλησία ήταν. Σαν κυριακάτικο αντίδωρο με μοιράζανε από αγκαλιά σε αγκαλιά.
Στο σπίτι γεννήθηκα, όπως γινόταν τότε συχνά, με μια μαμή. Στο έξω δωμάτιο, ήταν συγκεντρωμένο όλο το σόι, μιας και οι πόνοι της μαμάς την είχαν πιάσει από το βράδυ του Σαββάτου.
Όλες οι θείες είχαν μαζευτεί εκεί. Έξι στον αριθμό από το σόι του μπαμπά και άλλες 4 από την πλευρά της μαμάς. Βάλε τώρα, τις ξαδέρφες, τις φιλενάδες, σχεδόν όλη η γειτονιά.
Τότε καλέ, ο κόσμος δεν φοβόταν τα μικρόβια. Άντε καλέ, που να βρεθούν τα μικρόβια αφού κάθε σπίτι είχε στην αυλή από δυο-τρείς κατσίκες, ένα-δύο πρόβατα, τέσσερα-πέντε σκυλιά, καμιά εικοσαριά κότες και κοκόρια, τρείς-τέσσερις γάτες για να τρώνε τα ποντίκια που κάνανε συνήθως πασαρέλα το βράδυ.
Έτσι ανάμεσα σε τόσα ζώα, γεννήθηκα και γω το ζώον. (Προσφιλή προσφώνηση όταν έκανα αργότερα κατά τη γνώμη τους κάτι κακό.)
Αφού με μοιράνανε με κάτι λάδια με βότανα μέσα, με φτύσανε όλοι, όλοι σας λέω, κατευθείαν στα μούτρα μου, να μη με πιάσει κακό μάτι. Καλά το τι φτύσιμο έφαγα εκείνο τον καιρό, δεν έφαγα ούτε στο υπόλοιπο της ζωής μου.
Γιατί βλέπετε, καθώς ήμουνα όμορφο μωρό, τις επόμενες μέρες με έφτυνε όλο το χωριό. Ωστόσο, εγώ μεγάλωνα φυσιολογικά και ούτε μια φορά δεν αρρώστησα.
"Μα τι γερό παιδί είναι αυτό", λέγανε και πάλι με φτύνανε για εκείνο το κακό μάτι που λέγαμε πιο πάνω.
Ωστόσο, το φτύσιμο συνεχιζόταν, τώρα πια, για τα ωραία μου γαλανά μάτια που μεγαλώνοντας, προφανώς μεγάλωναν και αυτά και φαινόταν πιο ωραία.
Τότε, το φτύσιμο δεν περιοριζόταν μόνο στο χώρο του σπιτιού και της αυλής, αφού είχα μεγαλώσει αρκετά για να με παίρνουν μαζί τους σε γιορτές, παρελάσεις, πανηγύρια κι έτσι άρχισα να εκτίθεμαι και στο κοινό.
Εκεί να δείτε φτύσιμο.... "Καλέ τι ωραίο κοριτσάκι, φτου να μη το ματιάσουμε".
Έτσι μεγάλωσα υγιέστατη, αφού με τόσα μικρόβια που είχα μαζέψει τόσα χρόνια από τα φτυσίματα, μάλλον είχα πάθει ανοσία καθώς δεν μου κολλούσε τίποτα, κάτι σαν τα γυφτάκια δηλαδή που ενσωματώνονται με τα μικρόβια.
Έτσι νόμιζα εγώ μέχρι που με έφτυσε ένα ωραίο παλικάρι, για τα μάτια μου και όχι μόνο, αρρώστησα από έρωτα μεγάλο.
Εκείνο το βράδυ στο χωριό είχε πανηγύρι. Χορεύαμε ένα συρτό. Μου έσφιγγε τόσο δυνατά το χέρι και γω ένιωθα σαν να έχω πυρποληθεί. Όμως, όταν τελείωσε ο χορός και μέχρι να ξεκινήσει ο επόμενος, τον έχασα. Μάλλον ήταν από το διπλανό χωριό και έφυγε με τους γονείς του.
Μαύρη πίκρα έπεσε στην μικρή, εφηβική καρδούλα μου. Δεν έτρωγα και δεν έπινα το γάλα μου. Καμία διάθεση δεν είχα. Τι το ήθελα αφού την ξαναπάτησα. Η μαμά έφερε όλες τις ξεματιάστρες του χωριού, μιας που η απόφαση ή μάλλον το ιατρικό ανακοινωθέν ήταν πως ήμουν ματιασμένη. Εκεί να δείτε γλέντια.
Όλες οι ξεματιάστρες με λάδια και ξύδια, και όχι μόνο, με φτύνανε από σαράντα φορές περνώντας με από σαράντα κύματα, αφού κάθε φτύσιμο αντιστοιχούσε σε ένα κύμα. Με πασαλείψανε και το πρόσωπο με τα λάδια. Ήρθαν και τσούξανε τα μάτια μου νιώθοντας από το πολύ φτύσιμο σαν το μεγαλύτερο γραμματόσημο της Ελλάδας.
Μεγαλώνοντας το είχα συνηθίσει πια το φτύσιμο. Μόνο που όταν μεγαλώνεις το αντιλαμβάνεσαι αλλιώς. Και γω, ενώ όταν ήμουν μικρή δεν ένιωθα τίποτα άλλο εκτός από λίγη περιέργεια και σιχαμάρα, μεγάλη άρχισε να με πονάει πια.
Πιστεύω πως όλοι σας το έχετε νιώσει. Δεν μπορεί. Ένα τουλάχιστον φτύσιμο στην ζωή σας, σας έχει πονέσει.
Λεμονιά Μουλά