Ζω σε χρόνο άχρονο…….
Ίπταμαι, όταν νιώθω κάτι υγρό να ακουμπά στις άκρες των ποδιών μου…
Κοιτώ κάτω.. η απεραντοσύνη της θάλασσας..
Τι θέλω εδώ? Αναρωτιέμαι χωρίς να παίρνω απάντηση..
Σιγά –σιγά αρχίζω να βουλιάζω… πανικός και ρίγος με καταβάλει…
Φωνάζω βοήθεια..
Ξάφνου αναδύεται από τη θάλασσα ένας αλλόκοτος γέροντας με μια μακριά γενειάδα..
Φοβάσαι ,ε, φοβάσαι… όλοι την φοβούνται, είναι φόνισσα η θάλασσα…
Ποιος είσαι, ρωτάω, διακόπτοντας την ειρωνική του διάθεση…
Είμαι ο Νηρέας ,ο ακόλουθος του Ποσειδώνα…
Ξέρεις πώς με φωνάζουν?
Θαλάσσιο Δαίμονα…
Άρχισα να τρέμω… πρέπει να βγώ από εδώ… νιώθω να πνίγομαι…
Τον εκλιπαρώ…
Το γέλιο του τάραξε ακόμα και τα ήρεμα νερά της θάλασσας…
Γιατί εδώ πνίγεσαι?
Εκεί έξω όλα αυτά που ζείς νομίζεις δεν σε πνίγουν?
Μπορεί, απάντησα διστακτικά, αλλά πατάω στη γη
Πατάω σε στέρεο έδαφος…
Εδώ νιώθω πως σε λίγο δεν θα υπάρχω
Η θάλασσα θα με ρουφήξει……..
Τα γέλια του ακούστηκαν τώρα πιο δυνατά.
Η διαφορά ξέρεις ποια είναι, μου είπε χαϊδεύοντας την γενειάδα του……
Ότι δεν μπορείς να κολυμπήσεις και να βγεις στη στεριά
Δε το κάνεις γιατί έχεις μάθει στη σιγουριά του οικείου
Στην ασφάλεια της καθημερινότητας….
Εκεί βουλιάζεις αργά και βασανιστικά…
‘όμως δεν θες να το δεις γιατί δεν μπορείς να το αλλάξεις
Κι άρχισε να γελά τόσο δυνατά , που κύματα βουνά σηκώθηκαν και ένα από αυτά με πέταξε στην άμμο….
Τρομοκρατημένη ξύπνησα……
Ανοίγω τα μάτια μου…
Απλώνω τα χέρια μου και νιώθω τη σιγουριά του κρεβατιού μου…
Τι όνειρο κι αυτό, σκέφτηκα….