Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις
τις ώρες που αγριεύει η βροχή,
στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις
και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί,
μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις.
Ο κούκος του μεγάλου ρολογιού στο σαλόνι, κατάλοιπο μιας άλλης - καλής εποχής, σήμανε 03:00.
Η ατμόσφαιρα από το τσιγάρο αποπνικτική. Το μπουκάλι από το φθηνό ουίσκι πάνω στο τραπέζι τελειωμένο. Κι εγώ ήμουν ακόμα εκεί... Εκεί, καρφωμένος πάνω στη μοναδική πλαστική καρέκλα που μου είχε απομείνει. Μου ήταν αδύνατο να τιθασεύσω τη σκέψη μου. Ήταν σαν ένα μονόξυλο σκάφος, μια πιρόγα, που αρνιόταν να καθοδηγηθεί από τα κουπιά της. Της άρεσε να ερωτοτροπεί με τα άγρια κύματα, που φουσκοτυλίγονταν γύρω της, την ώρα ακριβώς που αγρίευε η βροχή. Έμοιαζε ότι ελκόταν από την πορεία ενός βάρβαρου λαού, που μετανάστευε μαζικά και λεηλατούσε οτιδήποτε έβρισκε μπροστά του. Παρόλα αυτά ούτε κι αυτό το ταξίδι, που η ίδια επέλεξε, δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί. Σταμάτησε λίγο μετά την αρχή του, μιας και σαγηνεύτηκε από την ομορφιά των κρεμαστών κήπων. Ένα βοτανολογικό θαύμα που υπερέβαινε τους φυσικούς νόμους και αναγόταν στον έρωτα ενός Βασιλιά για μια γυναίκα. Δύσμοιρη σκέψη μου... γιατί δεν μπορούσες να καταλάβεις ότι μ 'αυτόν τον τρόπο ξανά σιγοπριόνιζες τα φτερά σου;
Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου,
σου 'φερα απ' του Δελφούς γλυκό νερό
στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου
και πριν προλάβω τρις να σ' αρνηθώ
σκούριασε το κλειδί του παραδείσου.
Και ενώ προσπαθούσα να σε κρατήσω γυμνή, χωρίς το παραμικρό βάρος επάνω σου, ώστε να μπορείς να αρμενίζεις χωρίς όρια και περιορισμούς, εσύ από τις ερωτοτροπίες σου με τη θάλασσα, σκέπασες το σκαρί σου με αλμύρα. Επισκέφθηκα για σένα το σπίτι του Θεού μαντευτή, του Θεού της νεότητας, του Θεού της ομορφιάς, του Θεού του Ήλιου, που με το φως του εισχωρεί στις πιο καλά κρυμμένες αιτίες, για να σου φέρω γλυκό νερό και να ξεπλύνεις από πάνω σου όλη εκείνη την επίκτητη από τρίτους αλμύρα, που σε κρατούσε φυλακισμένη. Δεν το δέχτηκες. Το αρνήθηκες. Γιατί φοβόσουν. Μου είπες ότι εάν ξεπλυθείς, η ύπαρξή σου θα μοιραστεί σε δύο κόσμους. Στον ορατό και στον αόρατο. Το παραδέχομαι, έκανα λάθος. Σου επέτρεψα να μου μεταδώσεις τον φόβο σου. Σε αρνήθηκα. Σε αρνήθηκα τρις αλλά όπως ο Πέτρος μετανόησα. Μετάνοια σημαίνει μάθηση. Μάθηση σημαίνει αλλαγή τρόπου ζωής. Συνειδητοποίησα ότι η ομορφιά της ύπαρξης μου έγκειται στην προβολή του δικού μου ιδεατού κόσμου στις αμφίδρομες διακυμάνσεις των δικών σου δύο κόσμων. Δυστυχώς όμως, από ότι φαίνεται δεν πρόλαβα. Γιατί κατά τη διάρκεια όλης μου αυτής της μακρόχρονης προσπάθειας, μου είπες ότι τελικά το κλειδί που ονομάζεται συνειδητοποίηση, σκούριασε και δεν μπορώ πλέον να το χρησιμοποιήσω.
Το καραβάνι τρέχει μες τη σκόνη
και την τρελή σου κυνηγάει σκιά,
πως να ημερέψει ο νους μ' ένα σεντόνι
πως να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά
αγάπη που σε λέγαμ' Αντιγόνη.
Παρόλα αυτά, προσπάθησα να καλέσω σ' ένα αλλόκοτο οδικό νοητικό ταξίδι, όλες μου τις διαχρονικές αρχές και αξίες, όπως την αγάπη, την δικαιοσύνη, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την άδολη προσφορά, την ποιότητα, τη συνεχή ανάπτυξη, την υπομονή, την επιμονή, την ενθάρρυνση. Τις κάλεσα όλες μαζί σαν ομάδα, κυρίως για λόγους ασφαλείας από επιδρομές ντετερμινιστικών μοντέλων, και τις ανάγκασα να τρέχουν μέσα στη σκόνη της ανησυχίας σου. Μία ανησυχία που είχε άρρηκτη εξάρτηση από το φόβο. Που ήταν για πολλά χρόνια συγκαλυμμένη και αδιόρατη. Μία ανησυχία που διαπότιζε και μένα τον ίδιο, υποσκάπτοντας με σταδιακά, μέχρι να καταφέρει να παραλύσει τη λογική μου, να καταστρέψει την αυτοπεποίθηση μου και να σκοτώσει τα κίνητρα μου. Τις ώθησα σ' ένα ανελέητο κυνηγητό της τρελής σκιάς του φόβου που σ ' είχε κυριεύσει, πείθοντας τες ότι η ανησυχία είναι μια μορφή συνεχούς φόβου που δημιουργείται από την αναποφασιστικότητα. Άρα ήταν μια διανοητική κατάσταση. Και μία διανοητική κατάσταση μπορούσε ο οποιοσδήποτε με κάποια σχετική προσπάθεια να ελέγξει. Έτσι δημιούργησα το δικό μου νοητικό σεντόνι, νομίζοντας ότι θα σε τιθασεύσω εύκολα σκεπάζοντας σε. Νομίζοντας οτί θα μπορούσα εύκολα να δέσω τη θάλασσα των ανθρώπινων νόμων που τεχνηέντως τοποθέτησαν κάποιοι μέσα στο κεφάλι μου με τα σχοινιά των αρχών και των αξιών μου. Συνειδητοποίησα όμως ότι δεν ήταν εύκολο αυτό το εγχείρημα. Ήμουν όμως υποχρεωμένος να ανακαλύψω τους ηθικούς νόμους του πραγματικού μου εαυτού ακόμα κι αν αυτό αντίβαινε σ' όλους τους άλλους πληρώνοντας το επώδυνο τίμημα ενός νοητικού θανάτου κα μιας ταυτόχρονης νοητικής γέννησης. Μιας διαδικασίας με το κωδικό όνομα "ΑΝΤΙΓΟΝΗ".
Ποια νυκτωδία το φως σου έχει πάρει
και σε ποιο γαλαξία να σε βρω
εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι
κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό
που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι
Σήμερα, για ακόμα μία φορά επέστρεψες σ' ένα νυχτερινό τραγούδι που είχε ελεύθερη μορφή και μελαγχολικό σκοπό, που ξεπετάχτηκε μέσα από τον πολύ καπνό και το άφθονο φθηνό αλκοόλ να σου κλέψει το φως. Ένα τραγούδι που εσύ η ίδια συνέθεσες. Αναρωτιέμαι, σε ποιο γαλαξία του μυαλού μου να ψάξω να βρω τη χαμένη σου λάμψη; Ναι... το ξέρω ότι βρίσκομαι στις παρυφές μιας ιστορικής μεγαλούπολης που είναι το διοικητικό κέντρο μιας ολόκληρης χώρας, που μπορεί να μου προσφέρει τα πάντα αλλά αδυνατώ να εκμεταλλευτώ αυτή μου τη δυνατότητα. Ανάγκασα τον εαυτό μου να ζει μέσα σε ένα γκρίζο λατομείο, γεμάτο με κοτρόνες περιορισμών και "πρέπει", το μετέτρεψα σ' ένα φτηνιάρικο πεδίο βολής, επιτρέποντας στην οποιαδήποτε ξένη σκέψη, στο οποιοδήποτε ξένο πρότυπο, στην οποιαδήποτε ξένη αντίληψη για το "ΕΙΝΑΙ" μου, ξένο από τον πραγματικό μου εαυτό. Από αυτόν που ο Θεός δημιούργησε. Ναι τώρα ξέρω ότι το πρόβλημα μου έγκειται στην εντύπωση που είχε το "ΕΓΩ" για το "ΕΙΝΑΙ" μου. Κάθε τι που πίστευα για τον εαυτό μου, τον κόσμο. όλες μου τις αντιλήψεις που είχα προγραμματιστεί για να αποδέχομαι ήταν μια ψευδαίσθηση. Μία εκούσια άδεια σε "ξένους" φαντάρους, να ασκούνται βρίζοντας στο δικό μου πεδίο βολής.
Λεμονιά Μουλά