Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που γεννήθηκε με ένα χέρι. Του έλειπε το δεξί του χέρι αλλά αυτός, από μικρός είχε μάθει να χρησιμοποιεί το αριστερό για να αυτοεξυπηρετείται και για να κάνει όλες τις δουλειές του, έτσι το έλλειμμά του αυτό, δεν τον εμπόδισε από το να βρει δουλειά, να κάνει οικογένεια και παιδιά και να τακτοποιήσει με κάποιο τρόπο τη ζωή του.
Ο περίγυρός του, που τον έβλεπε με ένα χέρι, πολλές φορές του έκανε νύξη να κάνει μια προσπάθεια να διορθώσει αυτό του το ελάττωμα αλλά ο ήρωάς μας ήταν ικανοποιημένος με τη ζωή του, δραστήριος, και μάλιστα πολλές φορές νευρίαζε με τους άλλους ανθρώπους που του έλεγαν κάτι να κάνει για το σωματικό του έλλειμμα, και τους απόπαιρνε μάλιστα γιατί τον ενοχλούσε να του επισημαίνουν διαρκώς ότι έχει πρόβλημα.
Πέρασαν χρόνια, μέχρι που κάποιος φίλος του, που ήταν κι αυτός μονόχειρας, του πρότεινε να δοκιμάσει ένα τεχνητό χέρι. Μάλιστα του δάνεισε το δικό του παλιό τεχνητό χέρι, γιατί είχε δύο τρία, και του είπε να το φορέσει να δει πώς είναι και αποφασίζει μετά αν του ταιριάζει αυτή η λύση. Το πήρε ο άνθρωπος το τεχνητό μέλος, το κοίταξε από δω, από κει, είχε και κάτι λουριά που κούμπωναν δύσκολα, αλλά αποφάσισε να το φορέσει. Παιδεύτηκε να το προσαρμόσει στο δικό του κολόβωμα. Τα λουριά ήταν σφιχτά, τον ενοχλούσαν, δεν ήξερε και πώς να τα κουμπώσει σωστά, στο τέλος τα κατάφερε όμως.
Φόρεσε το χέρι και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Και ξαφνικά είδε ότι υπήρχε μια συμμετρία στο σώμα του και του φάνηκε παράξενο που ένιωσε όμορφα με το δανεικό χέρι. Ξεκίνησε λοιπόν ο άνθρωπος να χρησιμοποιεί το χέρι και όσο περισσότερο το συνήθιζε, σαν να άνοιγε μπροστά του ένας νέος κόσμος δυνατοτήτων. Εκτός που ένιωθε δυνατός και αρτιμελής, για πρώτη φορά δεν έβλεπε καμία περιφρόνηση στα μάτια των άλλων γύρω του. Είδε ότι για πρώτη φορά στη ζωή του δεν τον αντιμετώπιζαν πια ως κουλό, αλλά ως ίδιο με εκείνους, κι αυτό μέσα του τον ταρακούνησε. Κι όσο για το δανεικό τεχνητό μέλος, παρόλο που ήταν περίπλοκο και τον παίδεψε στην αρχή για να το φορέσει, κούμπωσε τόσο όμορφα πάνω του, που ήταν πραγματικά σαν να ήταν φτιαγμένο στα μέτρα του, κι ήταν τόσο χαρούμενος όταν το φορούσε που χαμογελούσε συνέχεια, ήταν ευδιάθετος και δούλευε πιο καλά, και οι συγγενείς και φίλοι του, παρατήρησαν τη διαφορά κι έλεγαν ότι ο άνθρωπος αυτός, σαν να ξαναγεννήθηκε.
Πέρασε λίγο διάστημα και ο φίλος του ζήτησε το τεχνητό μέλος πίσω. Το ξεκούμπωσε ο άνθρωπος και το έδωσε με βαριά καρδιά. Όσο το φορούσε πάνω του, άρχισε να του γίνεται συνήθεια, σαν να ήταν δικό του από την αρχή, έτσι, όταν είδε ξανά τον εαυτό του με το κολόβωμα, του κακοφάνηκε πια, γιατί είχε νιώσει τη διαφορά και δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος με πρώτα. Ο φίλος του, τον είδε που στενοχωρήθηκε. Του είπε ότι θα του το δάνειζε κι άλλη φορά το μέλος αλλά, επειδή ήταν δικό του, φτιαγμένο στα μέτρα του, το είχε ανάγκη κι αυτός και, ας είχε και πιο καινούρια να φορέσει, δεν γινόταν με τίποτα να του το χαρίσει. Ο φίλος μας σκέφτηκε λοιπόν ότι θα μπορούσε να φτιάξει ένα δικό του τεχνητό μέλος, φτιαγμένο στα δικά του μέτρα, και να πορευτεί τη ζωή του. Πήγε στην ασφάλειά του και ζήτησε τα δικαιώματά του, να κατασκευάσει κι αυτός ένα τεχνητό χέρι. Του είπαν ότι σαν κι αυτόν ήταν πάρα πολλοί και έπρεπε να περάσει από εξετάσεις, να διαπιστωθεί ότι όντως ήταν κουλός, να φτιάξει χαρτιά, να μπει σε μια λίστα αναμονής για χέρι και όταν εγκρινόταν η περίπτωσή του, τότε θα τον εκπαίδευαν στη χρήση του χεριού, και στο τέλος θα του έφτιαχναν το περιπόθητο μέλος στα μέτρα του. Είπε ο άνθρωπος εντάξει, θα τα κάνω όλα όπως χρειάζεται. Έκανε την αίτηση, πέρασε από εξετάσεις, έκανε και τα χαρτιά του και περίμενε.
Ο χρόνος περνούσε όμως κι ο ήρωάς μας σταμάτησε να αισθάνεται καλά. Τον ενοχλούσε το κολόβωμά του, του έλειπε το τεχνητό χέρι, του έλειπε αυτή η αίσθηση της αρτιμέλειας και της δύναμης και έφτασε σε σημείο να βλέπει τους ανθρώπους που είχαν και τα δύο τους χέρια και να τους ζηλεύει, εκείνος, που δεν τον ένοιαζε μέχρι πριν λίγο καιρό τι κάνανε οι άλλοι. Στην απόγνωση που άρχισε να τον κυριεύει, καθώς οι μήνες περνούσαν και κανένα νέο δεν υπήρχε από την ασφάλεια, σκέφτηκε να δανειστεί κι από άλλους μονόχειρες φίλους του, τα χέρια τους για λίγο καιρό. Πήρε από τον έναν για μια βδομάδα, πήρε από τον άλλον, πήρε από τρίτον. Άλλο χέρι ήταν πιο κοντό, άλλο πιο μακρύ, άλλο αλλού το πήγαινες κι αλλού πήγαινε εκείνο - κανένα δεν ήταν σαν κι εκείνο το πρώτο να λέμε την αλήθεια – τελοσπάντων κάλυπτε κάπως την ανάγκη του κι έσπρωχνε τον καιρό. Κι όσο ο άνθρωπος φορούσε τα ξένα χέρια, τόσο πιο πολύ άδειος ένοιωθε δίχως αυτά. Κι έφτασε σε σημείο να μη τον χωράει ο τόπος, γιατί δεν μπορούσε να αποκτήσει αυτό που χρειαζόταν, κι άλλαξε ο χαρακτήρας του που ήταν ήρεμος και καλόβολος, και μια θύμωνε και μια απογοητευόταν από την κατάστασή του, κι άρχισε τα νεύρα του να τα ξεσπάει στην οικογένειά του. Τα παιδιά του δεν τον αναγνώριζαν πια γιατί συνέχεια τους φώναζε με το παραμικρό. Τη γυναίκα του σπάνια την πλησίαζε γιατί το μυαλό του είχε κολλήσει στο έλλειμμά του και μέρα νύχτα σκεφτόταν πώς ένιωθε όταν φορούσε το χέρι και επεξεργαζόταν πώς θα μπορούσε να αποκτήσει ένα τεχνητό μέλος.
Κάποια στιγμή ένας γνωστός, που του είχε εκμυστηρευτεί την ανάγκη του, του πρότεινε να παρακαλέσει το Θεό για ένα θαύμα. Σε τόσους ανθρώπους γίνονται θαύματα, σκέφτηκε ο άνθρωπός μας, ίσως γίνει και σε μένα κάτι. Έκανε πολλές προσευχές, νηστείες, επισκέφτηκε προσκυνήματα και παράλληλα ακολουθούσε και θεραπείες που του έδιναν οι γιατροί, γιατί έλεγαν πως η επιστήμη έχει προχωρήσει και μπορεί τα κύτταρα να αναγεννηθούν και με την κατάλληλη αγωγή, να φυτρώσει ένα χέρι από το κολόβωμα. Το πίστεψε ο ανθρωπάκος κι αυτό, έκανε την θεραπεία, για μήνες, και προσευχόταν, και δανειζόταν που και που τα χέρια των άλλων να του φεύγει ο πόνος και έσπρωχνε τον καιρό, κι η ψυχή του τελικά έγινε αλώνι, γιατί τίποτα δεν απέδιδε, μάλλον τα νεύρα του έσπαγαν κι η ανάγκη του ολοένα και μεγάλωνε, και πια δεν αναγνώριζε κι εκείνος καθόλου τον εαυτό του σε αυτό που είχε γίνει.
Στο τέλος έφτασε σε ένα σημείο που δεν πήγαινε άλλο πια. Άρχισε να φωνάζει στους γιατρούς ότι είναι κομπογιαννίτες κι ότι μόνο ελπίδα πουλάνε, κι αυτός δεν ήθελε άλλη ελπίδα τζούφια! Θύμωσε με το Θεό και πέταξε όλα τα κομποσχοίνια στην άκρη! Αφού δεν είχες σκοπό να με βοηθήσεις, του φώναξε, γιατί με αφήνεις να αισθάνομαι έτσι; Γιατί δεν μου παίρνεις τον πόνο και δεν με βοηθάς να παραδεχτώ ότι είμαι ανάπηρος; Τα σταμάτησε όλα, και προσευχές και θεραπείες και πήγε να δει τι γινόταν με εκείνη την αίτηση που είχε κάνει για τεχνητό μέλος. Και αφού πήρε τα κατάλληλα τηλέφωνα, έμαθε ότι είχαν αλλάξει τα δεδομένα και κάπου στο χάος της γραφειοκρατίας, η αίτησή του είχε εξαφανιστεί! Δεν κρατήσατε αντίγραφα; του είπαν με θράσος .
Ο άνθρωπός μας δεν ήξερε πλέον πραγματικά τι να κάνει. Του ερχόταν από τη μια να αρχίσει να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο, γιατί έβλεπε κι εκείνες τις ελπίδες του να εξανεμίζονται, κι από την άλλη ήθελε να πάει εκεί, στα γραφεία αυτών των χαρτογιακάδων και να αρχίσει τους υπαλλήλους στα χαστούκια!
Κι εδώ αγαπητοί αναγνώστες θέλω την άποψή σας… Τι φταίει που ο άνθρωπός μας κατέληξε σε αυτό το σημείο; Και τι πιστεύετε ότι πρέπει να κάνει ο ήρωάς μας για να βρει τον εαυτό του και λύση στο θέμα του; Για γράψτε μου στα σχόλια τι πιστεύετε…
Καλό αποκαλόκαιρο σε όλους!