«Κόντευε να βραδιάσει και πυκνή καταχνιά σκέπαζε τον ορίζοντα προς τη δύση. Ήταν οι υδρατμοί της Κωπαΐδας στην οποία πλησιάζαμε. (…)Περιμένοντας το δείπνο, παρατηρούμε τους εργάτες που έρχονται από τα χωράφια. Λίγοι είναι οι ντόπιοι.
Οι Έλληνες πολύ δύσκολα αποφασίζουν να δουλέψουν τη γη. Την εποχή του θερισμού καταφτάνουν ομάδες Αλβανών μουσουλμάνων που διοικούνται από ένα καπετάνιο (…) ο καπετάνιος συνεννοείται με το γαιοκτήμονα για λογαριασμό ολόκληρης της ομάδας. Τους δίνουν συνήθως μια δραχμή (90 λεπτά) την ημέρα μαζί με λίγο καλαμπόκι και μέλι. Οι Έλληνες παίρνουν το λιγότερο τρείς δραχμές, κρασί, ψωμί, και αρκετές ανάπαυλες για να καπνίσουν τα τσιγάρα τους. Αυτοί οι Μουσουλμάνοι (…)ενώ δε δουλεύουν ποτέ σε μόνιμη βάση , μα μόνο με την ημέρα, βγάζουν πολύ περισσότερη δουλειά από οποιονδήποτε άλλον εργάτη.
Αντίθετα οι Έλληνες επικαλούμενοι θρησκευτικούς λόγους , έχουν αργία τρείς μέρες την εβδομάδα σε αντίθεση με αυτούς που δουλεύουν καθημερινά. (…) Όταν τελειώσει ο χρόνος για τον οποίο έχουν προσληφθεί συγκεντρώνονται και γυρίζουν πίσω στην περιοχή τους με την καθοδήγηση του καπετάνιου , συναποκομίζοντας τις αποδοχές τους από τις οποίες δεν έχουν ξοδέψει ούτε δεκάρα. Χωρίς αυτούς οι μεγάλες ιδιοκτησίες της χώρας θα πήγαιναν χαμένες. Αυτοί θερίζουν ,σκάβουν τα ποτιστικά αυλάκια ή τα κανάλια της αποστράγγισης και παίρνουν τη θέση μιας εργατικής τάξης που δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Οι Έλληνες εργάτες τους κοιτάζουν που δουλεύουν, καπνίζοντας, κρίνουν, κατακρίνουν, μοιράζουν αδιάκριτα συμβουλές, μα τους φορτώνουν ευχαρίστως τη δουλειά.»
Διάβασα αυτό το απόσπασμα από το βιβλίο του περιηγητή Henri Belle “Ταξίδι στην Ελλάδα” (εκδ. Ιστορητής, 1993, σελ.116-117) και δεν ήξερα σε ποια εποχή βρισκόμουν…
Αναλογιζόμενη ότι το κείμενο του Belle γράφτηκε το 1874 πραγματικά απόρησα! Τελικά πόσο ίδια μένουν τα πράγματα με το πέρασμα των χρόνων και πόσο αλλάζουν;
Τελικά το θέμα των οικονομικών μεταναστών που παίρνουν τις δουλειές των Ελλήνων είναι τόσο επίκαιρο όσο συνηθίζουμε να ισχυριζόμαστε;
Τελικά, εμείς οι Έλληνες αγαπούμε τη γη, τη μάνα μας;
Και τελικά πόσο εύκολο μας είναι να στραφούμε ως λαός στην πρωτογενή παραγωγή;
Ας αναλογιστούμε τα σημερινά βιώματά μας και ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του….