Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, φθινόπωρο πιά.
Ένα τελευταίο μπάνιο. Ένα τελευταίο χάιδεμα του νερού στο κορμί της
. Ήταν που ο γλάρος άραξε σε εκείνη την πορτοκαλί σημαδούρα.
Και κείνη μισόγυμνη, περπάτησε πάνω στην ήρεμη θάλασσα.
Ένας βαρκάρης πέρασε...
Γεμάτο το δίχτυ του αγκαλιές για κείνη.
Τον ακολούθησε.
Κι εκείνος την έπνιξε σε θαλασσινούς όρκους,
ανάμεσα σε φύκια και μέδουσες.
Τότε ο γλάρος, έκραξε.
Άνοιξε τα φτερά του και έφυγε
. Δεν ήθελε να τον δει να κλαίει.
Την είδε να μπαίνει στα δίχτυα του ψαρά.
Μουδιασμένο από την αλμύρα το κορμί της.
Σηκώθηκε κύμα, μα εκείνη πήγαινε κόντρα.
Από εκείνο το κύμα που πνίγει θαλασσινούς όρκους.
Σάπιο το δίχτυ, ναρκώθηκαν οι αισθήσεις...
Ο ήλιος έπεσε τώρα κατακόρυφα πάνω στα μαλλιά της
που είχαν μπερδευτεί με τα φύκια.
Πρόσεξε τη σιωπή γύρω της.
Έψαξε τον βαρκάρη.
Πάλι θαλασσινοί όρκοι από αυτούς που φεύγουν με τα πρώτα κύματα.
Βγήκε από τη θάλασσα.
Είδε τη γύμνια της.
Έκοψε μερικά αλμυρίκια να κρύψει την ψυχή της.
Και ήταν πάλι εκείνος ο γλάρος
που ξανακάθισε στη σημαδούρα και έκλαιγε για κείνη.