Sample Sidebar Module

This is a sample module published to the sidebar_bottom position, using the -sidebar module class suffix. There is also a sidebar_top position below the search.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Search Our Site

του Κώστα Μπούγα

(2o Μέρος)

(διαβάστε το 10 μέρος στο σύνδεσμο την αρχή του άρθρου)

-Που λέτε ήρθαμε στην Αθήνα χωρίς αυτοπεποίθηση, μπήκαμε να κολυμπήσουμε στα βαθιά χωρίς να ξέρουμε μπάνιο. Μόλις έμπαινα στον Ηλεκτρικό έλεγα καλημέρα σε όλους, με κοίταζαν περίεργα. Κοκκίνιζα από ντροπή, δεν μπορούσα να κοιτάξω γυναίκα στα μάτια. Τόσες γυναίκες σε ένα βαγόνι? Αν με κοίταζε κατά λάθος καμία, γινόμουνα σαν παντζάρι. Μπήκα μια μέρα στη Πανεπιστημίου σε ένα μικρό μαγαζί να πάρω ένα παντελόνι που μου άρεσε. Το έδειξα σε μια πωλήτρια στη βιτρίνα, το φόρεσα και χώραγε άλλος μισός μέσα. Δεν είχαν άλλο , κατάλαβαν ότι μου άρεσε και μου το πάσαραν, αφού μου τόνισε η πωλήτρια ότι ήμουνα ένας κούκλος. Τελικά το πείρα και όργωσα όλες τις γειτονιές να βρω ράφτρα να το φέρει στα μέτρα μου.

Μια μέρα μπήκα σε ένα Σούπερ Μάρκετ να πάρω ένα σαμπουάν. Είπα<< καιρός είναι να πετάξω το πράσινο σαπούνι και να βάλω ένα καλλυντικό στο κεφάλι μου>>. Όμως κατά λάθος πείρα ένα χρωμοσαμπουάν και έκανα τα ολόξανθα μαλλιά μου μαύρα σαν κατράμι. Με βλέπαν στη δουλειά και δεν με γνώριζαν. Τους είπα ότι πήγα κομπάρσος στα γυρίσματα μιας ταινίας και με θέλαν έτσι γιατί έχω γαλανά μάτια. Κάποιοι με πίστεψαν, κάποιοι με πείραν στο ψιλό.

Έτρωγα σε ένα εστιατόριο στην πλατεία στο Άγιο Μελέτη. Το είχε μια χείρα. Θυμάμαι ότι είχε και δυο κόρες στην ηλικία μου, η μια μαυρομαλλούσα με μεγάλα μαύρα μάτια και μια καστανή με γαλάζιες χάντρες. Υπάρχει ακόμα;

-Ναι υπάρχει, τώρα κάνουν κουμάντο οι γαμπροί και οι κόρες της. Έτρωγα και εγώ εκεί όταν ήμουνα ελεύθερος. Βλέπω και την χήρα κάπου-κάπου στον δρόμο με τα εγγόνια της.

-Oh yes. Ευχάριστο. Θα περάσω κάποια μέρα. Θα χαρώ πολύ να δω την χήρα με εκείνο το περίεργο κότσο. Που λες, όσες Κυριακές πήγαινα παράγγελνα μια σκέτο από γιουβέτσι ή μια μακαρονάδα ή μια πατάτες φούρνου με ολίγο τασκεμπάπ. Τις άλλες μέρες τάραζα τα κάθε λογής όσπρια και τα ζαρζαβατικά της εποχής. Δεν θυμάμαι να είχα χορτάσει ποτέ όταν σηκωνόμουν από το τραπέζι. Ευτυχώς που με συμπαθούσε η χήρα και μου έβαζε μισή κουτάλα παραπάνω. Τις Κυριακές πηγαίναμε στη Πλατεία Βικτωρίας. Θυμάμαι, όταν είχα λεφτά έτρωγα ένα σπέσιαλ παγωτό με μπισκότα σκαρφαλωμένα επάνω του, με μπόλικο σιρόπι από κεράσι ή βύσσινο. Όταν είχα πάρει το δώρο των Χριστουγέννων, θυμάμαι ότι είχα πάει με μια παρέα στο Διονύση Σαββόπουλο. Τραγουδούσε στα Μπουρμπούλια κάπου στη Πλατεία Βικτωρίας με έναν μακρυμάλλη που τον λέγανε Γερμανό και μια μακρυμαλλούσα που την λέγαν Μαρίζα Κωχ. Θυμάμαι αυτός ο Σαββόπουλος ήταν πολύ αδύνατος, φορούσε γυαλιά, είχε μαύρα μακριά μαλλιά και ένα περίεργο μουστάκι.

Έκανε μια μικρή παύση, έβγαλε για λίγο το καπέλο του και το ξαναφόρεσε αμήχανα. Βαδίζει προς τη αρχή του δρόμου, χαμογελάει με βλέμμα χαμένο κάπου στο παρελθόν.

-Που λες είχα και περιπέτειες. Ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο βρέθηκα στο κρατητήριο στο ΙΕ αστυνομικό τμήμα που κάπου εδώ κοντά πρέπει να είναι στο λόφο στον Άγιο Αιμιλιανό. Είχα καταφέρει την κόρη του χασάπη της γειτονιάς και την έμπασα σπίτι. Της έκανα όλο κι όλο μια πιπιλιά στο λαιμό. Σαν πήγε σπίτι τη ζορίσανε και τότε είπε ότι της έκανα το σημάδι με το ζόρι. Τελικά βρέθηκα στα σίδερα της φυλακής αφού με μαζέψανε οι αστυνομικοί. Την Δευτέρα με δικάσαν οι δικαστές στο αυτόφωρο με δυο μήνες φυλακή με αναστολή για εξύβριση έργου που αργότερα αθωώθηκα σαν πήγα στο Εφετείο.

-Στην οδό Γερακίου δέκα εννέα δεν είπατε ότι μένετε;

-Oh yes.

-Την οδό Λαοδάμαντος, πως την γνωρίζετε;

-Oh, είναι ολόκληρη ιστορία, θα σας κουράσω. Όταν προχωρήσει ο γιός μου εδώ πιο πέρα στην αρχή του δρόμου θα σας δείξω. Αλλά τι λέω, πάμε και θα μας ακολουθήσει. Θαρρώ λοιπόν στην αρχή αυτού του δρόμου, σε ένα διώροφο σπίτι, ολόκληρο παλάτι, παλιό αρχοντικό έμενε η Αφροδίτη.

-Αφροδίτη είπατε;

-Oh yes, Αφροδίτη. Ήταν η πρώτη γυναίκα του πατέρα μου. Ξέρετε, ο πατέρας μου ήταν ξαναπαντρεμένος, εγώ είμαι από τον δεύτερό του γάμο το πρώτο παιδί και ακολούθησαν άλλες δυο αδερφές. Ξέρετε, στα χρόνια της κατοχής είχαν έρθει στο χωριό μας, στα μέρη μας, πολλές οικογένειες από την Αθήνα και δούλευαν στα χωράφια, στα λιόδεντρα, στα αμπέλια για να αντιμετωπίσουν την πείνα. Μια χήρα γυναίκα είχε έρθει στο χωριό μας. Δούλευε σε ένα τσιφλικά σαν οικονόμα, ήταν πολύ όμορφη και είχε τον τρόπo της. Η κόρη της λοιπόν η Αφροδίτη τα έφτιαξε με τον πατέρα μου και μετά την απελευθέρωση παντρεύτηκαν. Χωρίσανε όμως σύντομα γιατί της Αφροδίτης δεν της άρεσε η ζωή στο χωριό και θέλησε να πάρει τον πατέρα μου στην Αθήνα. Ο πατέρας μου αυτό το θεώρησε προδοσία γιατί άλλα είχαν συμφωνήσει, αλλά και γιατί ήταν το στήριγμα της γιαγιάς μου που είχε χάσει τον άντρα της πολλά χρόνια πριν. Η γιαγιά μου είχε χάσει άλλο ένα αγόρι τον Κωνσταντή στο πόλεμο στη Μικρά Ασία. Ήταν αγνοούμενος, δεν βρήκαν ποτέ το άψυχο σώμα του και η γιαγιά μου τον περίμενε ως τα βαθιά γεράματα, μέχρι που έχεσε τα λογικά της και έμεινε κατάκοιτη.

Ο ξένος έβγαλε το μαντήλι του, σκούπισε τα δάκρυα που κύλισαν στα μαγουλά του και το ‘βαλε βιαστικά στην τσέπη του παλτού του.

-Που λες, ο πατέρας μου πίστεψε ότι η φυγή της Αφροδίτης απ’ το χωριό ήταν έργο, πρόθεση και θέληση της Κυρά Σοφίας της Μάνας της, γιατί πίστευε ότι οι ευκαιρίες στην μεγάλη πόλη θα ήταν πολλές μετά τον πόλεμο και θα φτιάχνανε καλύτερα την ζωή τους. Γνώριζε την τέχνη να πλέκει πουλόβερ και μάλιστα έχε αγοράσει δυο πλεκτομηχανές με τις οικονομίες της.

Που λες, η Αφροδίτη έφυγε στην Αθήνα και μετά από χρόνια ξαναπαντρεύτηκε ένα καλό και πράο ανθρωπάκι αγιογράφο στο επάγγελμα και μείνανε εδώ στην οδό Λαοδάμαντος στο διώροφο σπίτι που θα συναντήσουμε. Το σπίτι το αγόρασαν από έναν έμπορο και από ότι γνωρίζω έμενε και η μάνα της μαζί τους όσο ζούσε. Εγώ δεν τη πρόλαβα.

Που λες, ο ξάδερφός μου ήταν λαγωνικό. Έμαθε ότι η πρώην γυναίκα του πατέρα μου έμενε στην οδό Λαοδάμαντος και μια μέρα της κάναμε επίσκεψη. Η γυναίκα τα έχασε όταν μας είδε, της είπαμε γρήγορα ποιος είμαι και χάρηκε τόσο πολύ που μας πείρε υπό την προστασία της. Να είναι καλά η γυναίκα αν ζει ακόμα. Κάθε δεύτερη Κυριακή που πηγαίναμε να φάμε, μας είχε γιουβέτσι μοσχαράκι η κατσίκι και κάπου-κάπου μας έκανε κουνέλι στιφάδο.

-Από πια μεριά του δρόμου νομίζετε πως είναι; Από αυτή ή αυτή;

-Oh yes, Δεν θυμάμαι καλά, πάμε από εδώ που περπατάμε και βλέπουμε, αν δεν είναι από αυτή τη μεριά ξαναγυρνάμε. Που λες το χαρτζιλίκι μου το έδωνε κρυφά από τον άντρα της κάτω από το τραπέζι. Του είχε πει ότι ήμουνα ανεψιός της, μακρινός συγγενής γιατί η σκούφια της μάνας της κράταγε από τα μέρη μας. Είχαμε σταματήσει την μπουγάδα γιατί τα ρούχα μας τα έπλενε η νέα τεχνολογία, το πλυντήριο εξ Αμερικής ερχόμενο. Τα σιδέρωνε και τα παίρναμε έτοιμα. Να είναι καλά η γυναίκα. Ένα μέρος της επιβίωσής μου το οφείλω στην Αφροδίτη. Κοντά σε μένα είδε άσπρες μέρες και ο ξάδερφός μου. Τον είχε φάει η λίγδα, ξεγαριάσανε από τη βρώμα όλα του τα ρούχα. Θεόσταλτη αυτή η γυναίκα, την φωνάζαμε Θεά Αφροδίτη κι αυτή κολακευόταν.

-Τα Ελληνικά σας είναι άπταιστα μετά από τόσα χρόνια.

-Οh yes, σπούδασα στο Τορόντο Ελληνική φιλολογία. Έγινα καθηγητής και δίδασκα στα Ελληνόπουλα και όχι μόνο. Κέρδισα και μια έδρα βοηθού καθηγητή στο Καναδέζικο πανεπιστήμιο.

-Πότε φύγατε απ’ την Ελλάδα;

-Έπρεπε να πάω φαντάρος. Και μετά τι; Βαρέθηκα το μια σκέτο από γιουβέτσι και λίγο κρέας. Ένα μήνα πριν φύγω για τα Ελληνικά στρατά, γνώρισα τον ανεψιό της προστάτιδάς μου. Καπετάνιος δεύτερος στα ποστάλια. Μου έβγαλε ναυτικό φυλλάδιο, με πέρασε γιατρούς και έκανε κουμάντο να με πάρουν καμαρωτάκι στο ποστάλι, προσκομίζοντας χαρτί αναβολής απ’ το στρατό με όλες τις σφραγίδες και υπογραφές. Όλα τα κανόνισε η προστάτιδά μου, ήταν ωραία γυναίκα και είχε τις άκρες της.

Έκανε μια παύση, αναζήτησε με το βλέμμα τον γιό του, έβγαλε το καπέλο του χαιρετώντας έναν βιαστικό περαστικό που έδειξε την περιέργειά του για την παρουσία μας στο δρόμο και το ξαναφόρεσε.

-Λοιπόν που λες, σαν μπάρκαρα κατάλαβα ότι τα ξωτικά λιμάνια και τις ωραίες γυναίκες δεν τις συναντούν πουθενά τα μικρά καμαρωτάκια. Δεν μπορώ να θυμάμαι πόσες τουαλέτες καθάριζα την ημέρα. Στο δεύτερο λιμάνι που πιάσαμε ήταν το Μανχάταν. Το έσκασα από το πλοίο και έπιασα δουλειά σε ένα εστιατόριο ενός Κρητικού με την βοήθεια του νέου μου προστάτη. Είχε υποχρέωση ο Κρητικός στον καπετάνιο γιατί του είχε σώσει την ζωή σε ένα καβγά σαν πήγαν να τον μαχαιρώσουν δυο αραπάδες. Ήταν δυο μέτρα ο δικός μου.

Στα δυο χρόνια πείρα άδεια παραμονής, στο τρίτο γνώρισα την γυναίκα μου. Μια Καναδέζα που ήρθε στο μαγαζί σαν πελάτης. Παντρευτήκαμε στη Νέα Υόρκη μετά από μεγάλη ταλαιπωρία για την έκδοση των εγγράφων με κουμπάρο το αφεντικό μου τον μουστακοφόρο Κρητικό. Φύγαμε μετά από λίγο για τον Καναδά και μείναμε στο Τορόντο στο σπίτι των γονιών της. Το χαλί στρώθηκε στα πόδια μου και εγώ το περπάτησα. Η γυναίκα μου ήταν κόρη καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Τορόντο με έδρα στα αρχαία Ελληνικά. Σπούδασα, κάναμε χρήματα και μεγαλώσαμε με ανατροφή δυο υπέροχα παιδιά. Είναι παντρεμένα, έχουν τις δουλειές τους, τις οικογένειές τους, τα παιδιά τους και θα μείνουν εκεί.

-Κι ο μικρός;

- Είναι ο γιός μου όπως σας είπα. Είναι δέκα επτά χρονών απ’ τον δεύτερό μου γάμο. Έχω και μια κόρη από την άλλη μου γυναίκα και είναι γύρω στα είκοσι. Δυστυχώς έχασα την πρώτη μου γυναίκα και έμεινα μόνος στη ξενιτιά με δυο παιδιά. Ευτυχώς βρέθηκε στον δρόμο μου η νέα μου γυναίκα, ένας υπέροχος άνθρωπος και άξια μάνα των παιδιών μου. Οι ρίζες της γυναίκας μου είναι απ’ την πατρίδα μας και ο γιός μου είναι ξετρελαμένος με τη χώρα μας, τις ακρογιαλιές μας, τον ήλιο μας, τους απλοϊκούς και πρόσχαρους ανθρώπους στα χωριά μας. Σκέφτομαι να γυρίσω στις ρίζες μου, αν θελήσουν τα παιδιά μου και η γυναίκα μου. Αν δεν το κάνω τώρα δεν θα γυρίσω ποτέ. Θα αφήσω τα κόκαλά μου στα ξένα. Ο νόστος μέσα μου είναι πολύ μεγάλος.

Περπατούσαμε, απομακρυνθήκαμε, ξεχαστήκαμε, αφήσαμε τον πιτσιρικά με τον τρίποδα και την μηχανή μακριά. Φθάσαμε μπροστά στο διώροφο σπίτι της γριάς που μου λέει τα πάντα για την οδό Λαοδάμαντος. Ο Ξένος αντικρύζοντας αυτό το παλιό σπίτι, τινάχτηκε σαν να τον τσίμπησε οχιά.

-Αυτό είναι, σίγουρα αυτό είναι. Στο ισόγειο έχει ένα μεγάλο σαλόνι με ένα τεράστιο τζάκι στολισμένο με επένδυση ξύλου και μια γοργόνα από χαλκό. Στο πάνω όροφο έχει τις κρεβατοκάμαρες και ένα τεράστιο μπάνιο με χρυσελεφάντινες βρύσες. Ναι είναι το σπίτι της Αφροδίτης, της θεάς Αφροδίτης. Πως την λένε την γριά που σου λέει για την οδό Λαοδάμαντος;

-Ξένε δεν σου είπα. Εγώ την φωνάζω γριά για να την πειράζω. Όμως πράγματι την λένε Αφροδίτη. Μου το είπε μια μέρα αλλά δεν έδωσα σημασία, εξάλλου δεν το χρειαζόμουνα. Ναι λοιπόν, Αφροδίτη την λένε και τα ‘χει τετρακόσια, έχει όλα τα λογικά της και πρέπει να είναι πάνω από ογδόντα. Πολλές φορές προσπαθώ να την πειράξω και μου κάνει κριτική, με κολλάει στο τοίχο. Άλλες φορές αρνείται επίμονα να απαντήσει όταν μπαίνω σε κάτι προσωπικό, όταν ρωτάω να μάθω πράγματα που την ενοχλούν.

Μια μέρα λύθηκε η γλώσσα της. Της έφερα ένα μπουκάλι κονιάκ ΜΕΤΑΞΑ εφτά αστέρων συσκευασμένο σε πορσελάνη. Τα τελωνίζαμε, τα κάναμε εξαγωγή και μου έμεινε. Τρελάθηκε απ’ τη χαρά της όταν το είδε. Σηκώθηκε και το βόλεψε στο σεντούκι.

<<Εδώ>> μου είπε <<έχω όλα τα πράγματά μου, είναι αυτά που θα πάρω στην άλλη ζωή αν υπάρχει. Έχω δώσει εντολή στη διαθήκη μου να μου τα βάλουν μαζί μου. To μόνο που δεν είχα ήταν ένα ακριβό ποτό σε πολυτελή συσκευασία. Τώρα που μου το χάρισες το απέχτησα. Σε ευχαριστώ γιέ μου. Είχα σκοπώ να το αγοράσω αλλά με πρόλαβες. Περίμενε να φέρω ένα μπουκάλι κρασί να το γλεντήσουμε.>>

-Τα ποτήρια τσούγκρισαν πολλές φορές και το μυαλό άρχισε να θολώνει, η γλώσσα λύθηκε.

<<Νομίζω γιέ μου>> μου είπε,<<Ξέρεις ότι είμαι παντρεμένη και ότι ο άνδρας μου έχει πεθάνει. Έτσι δεν είναι;>>

-Έκανε μια παύση, γέμισε τα ποτήρια με κρασί, ήπιε μια γουλιά, με κοίταξε διερευνητικά και συνέχισε.

<<Απόψε θα σου πω το μεγάλο μου μυστικό. Το έχω φυλαγμένο βαθιά στο μυαλό μου, το έχω ριζωμένο στη ψυχή μου. Πριν από αυτό τον γάμο είχα παντρευτεί έναν άντρακλα ίσα με δυο μέτρα, είχα παντρευτεί τον Σταυραετό. Όμως τον παράτησα για τα κάλλη της πόλης, τα θέλγητρά της, τις ηδονές της. Τον πρόδωσα γιατί δεν με ακολούθησε στη μεγάλη πόλη, τον ρεζίλεψα στη μικρή του κοινωνία. Πριν φύγω, πήγα με φίλους του στο ίδιο του το κρεβάτι για να τον κάνω να βογκήξει σαν λαβωμένο θεριό. Πήγα με συγχωριανούς του για να τον ακούσω να ουρλιάζει και να ακούω στο φαράγγι τον αχό της πληγωμένης του φωνής. Του έβαλα δίκοπο μαχαίρι πάνω στο τραπέζι και τον προκάλεσα να με κόψει να μείνω για πάντα μαζί του αμόλυντη αλλά δεν το ‘κανε γιατί με αγαπούσε, με λάτρευε, γιατί ποθούσε το ζωντανό το όμορφο κορμί μου>>

<<Ο γάμος πότε έγινε;>> της είπα.

<<Ο γάμος έγινε στο χωριό, στο ξωκλήσι, στην Αγία τριάδα σαν ελευθερωθήκαμε. Πήγαμε με τα ζα σελωμένα με μεταξένια σεντόνια. Ήταν όλο το χωριό στο μυστήριο αλλά είχαμε καλέσει αγαπημένα πρόσωπα από όλα τα γύρω χωριά. Σαν τέλειωσε ο χορός του Ησαΐα έπιασε μπόρα που κράτησε όλη την νύχτα μέχρι τη αυγή. Οι καλεσμένοι σκόρπισαν, τα φαγιά πετάχτηκαν, το γλέντι σχόλασε πριν αρχίσει.

<<Η νύφη όμορφη, ο γαμπρός, τα μπρατίμια;>> Την ρώτησα

-Η γριά δεν με άκουσε. Το μυαλό της ταξιδεύει στο παρελθόν. Τα μάτια θολά και υγρά είναι καρφωμένα κάπου προς τη Δύση.

<<Δεν ξέρω γιέ μου>> μου είπε<< αν υπάρχει θεός. Τόσα χρόνια δεν τον συνάντησα πουθενά, τον ψάχνω κάθε μέρα. Ίσως μας τον έχουν βάλει μέσα στο μυαλό μας, ίσως μας τον έχουν βάλει μέσα στην ψυχή μας, ίσως τον αναζητάμε μπροστά στον φόβο του θανάτου. Αν όμως υπάρχει, σαν φύγω, θα τον παρακαλέσω να με βάλει στον παράδεισο για μια νύχτα. Θα περιμένω τον Σταυραετό μου στην πύλη. Θα έχω στρώσει το τραπέζι του γάμου με τα ίδια φαγιά που είχαμε ετοιμάσει τότε και θα καλέσω όλους τους καλεσμένους έναν-έναν. Θα του βάλω κονιάκ να πιεί απ’ το μπουκάλι που μου ‘φερες , φορώντας το μεταξένιο μου ολόλευκο νυφικό κεντημένο στο στήθος μου τα αστέρια της πούλιας. Ο καλός μου θα φορά το μαύρο του κουστούμι με το μεταξένιο ολόλευκο πουκάμισο κεντημένο στο μέρος της καρδιάς τον αυγερινό. Δεν θα φοράει γραβάτα, τον θέλω έτσι ξεκούμπωτο να φαίνεται το μεγάλο του στέρνο. Σαν τελειώσει το γλέντι, κοντά στην αυγή, πριν χαθούν τα αστέρια, θα τον οδηγήσω στο ολόλευκο μεταξένιο μου κρεβάτι και θα είναι δικός μου μέχρι την αυγή, μέχρι να ανατείλει για καλά ο ήλιος. Θα του ψιθυρίζω στ’ αυτί και θα του λέω ότι τόσα χρόνια η καρδιά μου δεν τον πρόδωσε. Πως από δω και μπρος θα είμαι δικιά του για πάντα και δεν θα αφήσω κανέναν άλλον άντρα να μολύνει το κορμί μου.>>

-Ο παραλογισμός της γριάς είχε αρχίσει, συνεχιζόταν και εγώ την καληνύχτισα για να την σταματήσω.

Ο ξένος έβγαλε ένα μαντήλι, σκούπισε τα υγρά του μάτια γυρνώντας το πρόσωπό του για να κρυφτεί. Έβαλε το μαντήλι με ευλάβεια στην εσωτερική τσέπη του παλτού του ίσως για να φυλάξει μαζί με το μαντήλι τα δάκρυά του.

-Πρέπει να προλάβω να δω τη γριά Αφροδίτη. Να της ευχηθώ να πραγματοποιήσει το όνειρό της στο μεγάλο ταξίδι. Θέλω να στείλω και χαιρετίσματα στον καλό της.

-Ξένε πρέπει να φύγω. Έχουν παγώσει τα πόδια μου, θα πάθω κρυοπαγήματα. Πέρασε η ώρα κοντεύει εννιά και θα με ψάχνει η γυναίκα μου. Το όνομά μου είναι Κωνσταντής. Το δικό σου;

-Οδυσσέας είναι το όνομά μου. Σαν τον πολυμήχανο και εγώ γύρισα στην Ιθάκη. Δεν ξέρω αν στον δρόμο μου συνάντησα τους Κύκλωπες τους Λαιστρυγόνες. Πάντως σίγουρα ήταν μακρύς ο δρόμος όπως λέει ο μεγάλος μας ποιητής. Δεν ξέρω αν γύρισα πιο σοφός ή πλούσιος. Πάντως ξέρω σίγουρα πως βρήκα την πιστή μου παραμάνα τη γριά Αφροδίτη.

- Οδυσσέα κράτησε το τηλέφωνό μου είμαι εκτελωνιστής ειδικός στις μετοικεσίες και τα αυτοκίνητα. Αν αποφασίσεις να έρθεις μόνιμα στην πατρίδα ίσως με χρειαστείς.

-Χάρηκα Κωνσταντή που σε γνώρισα. Με συγχωρείς που σε κούρασα με τη φλυαρία μου. Σε ευχαριστώ. Μου έδωσες την ευκαιρία να φέρω στη θύμηση μνήμες απ’ το παρελθόν, μνήμες της νιότης, τότε που τα όνειρα είχαν νόημα, έστω κι αν πολλά από αυτά έμειναν απραγματοποίητα. Νομίζω αν είμαι καλά και επιστρέψω στην πατρίδα, θα περνάω συχνά απ’ την οδό Λαοδάμαντος να γεμίζω τις μπαταρίες μου, κι αν ακόμα έχει φύγει η παραμάνα μου η γριά Αφροδίτη. Τις μέρες των γιορτών μέχρι τα φώτα θα είμαι στην Αθήνα. Θα περάσω σίγουρα να την δω. Απόψε δεν μπορώ να της χτυπήσω, η ώρα έχει περάσει, είναι παραμονή πρωτοχρονιάς και έχω έρθει με άδεια τα χέρια.

-Οδυσσέα σε καληνυχτώ, σου εύχομαι καλή χρονιά και σε αφήνω να περπατήσεις μαζί με τον γιό σου το παραμυθένιο σου ταξίδι στην δική σου Ιθάκη.

-Κωνσταντή καληνύχτα και χρόνια πολλά. Θα τα πούμε σίγουρα.

Κατηφορίζω γρήγορα με μεγάλα βήματα στο πλακόστρωτο. Χτυπάει και αυτό το καταραμένο κινητό. Η γυναίκα μου θα είναι, με ψάχνει. Δεν απαντώ θα το κλίσει. Τι να της πω. Ότι ταξίδευα με τον Οδυσσέα στο παρελθόν στην Οδό Λαοδάμαντος. Πάω σπίτι και ότι προκύψει. Θα περάσω απ’ τον Λάμπρο να πάρω μια αγκαλιά τριαντάφυλλα που της αρέσουν μήπως και την κατευνάσω. Φοβάμαι πως μαύρη Πρωτοχρονιά θα περάσω απόψε.

Και σε σένα ξένε δεν ξέρω να σου πω αν φθάσαμε σιμά να μπούμε στην Ιθάκη. Δεν ξέρω. Τι να πω. Ίσως αυτό που μένει να είναι μόνο ο δρόμος.

-- ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΟΥΣ --

Όλα τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν αποκλειστικά αυτούς που τα υπογράφουν και οι οποίοι είναι και υπεύθυνοι των γραφομένων τους. ο ΔΙΑΥΛΟΣ δεν φέρει καμία ευθύνη για τις απόψεις που εκφράζονται, όταν αυτές υπογράφονται.