Sample Sidebar Module

This is a sample module published to the sidebar_bottom position, using the -sidebar module class suffix. There is also a sidebar_top position below the search.
ΤΡΟΦΗ ΓΙΑ ΣΚΕΨΗ

Search Our Site

της Ασημίνας Ντέλιου

Πολλές φορές, όταν διαβάζω έργα που αναφέρονται στην οικογενειακή ζωή παλιότερων εποχών πραγματικά εντυπωσιάζομαι και προβληματίζομαι. Παρατηρώ το αυστηρό πατριαρχικό πρότυπο που μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά, αναλογίζομαι το πόσο οι αγράμματες παλαιότερες γενιές ήταν αμείλικτες στην τήρηση των κανόνων, αλλά και το πόσο τα παιδιά υπάκουαν – φυσικά υπό την απειλή της βίας - στους γονείς και δυσκολεύονταν να εναντιωθούν στο όποιο θέλημά τους. Τα συγκρίνω μετά με τη σημερινή εποχή της μόρφωσης και της πληροφορίας, που είμαστε ευαισθητοποιημένοι σχετικά με την ψυχική και πνευματική ανάπτυξη των παιδιών… αναλογίζομαι την προσπάθεια που κάνει σήμερα ο γονιός να είναι φίλος με το παιδί. Κάποιες φορές από υπερβολικό ενδιαφέρον φτάνουμε και στο άλλο άκρο: Ο γονιός να υφίσταται και να υπομένει δύστροπες ή και κακότροπες συμπεριφορές από τα παιδιά του.

Ανάμεσα στις δύο καταστάσεις τελικά μεσολαβεί ένα τεράστιο χάσμα… Κι όμως δεν είναι παρά δύο γενιές ανθρώπων…

Η σημερινή τροφή για σκέψη φιλοξενεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο της «Ματωμένα Χώματα», της Διδώς Σωτηρίου, που γράφτηκε το 1962, βασισμένο στις αληθινές μαρτυρίες του Μανώλη Αξιώτη, αγρότη από τον Κιρκιτζέ. Διακρίνουμε σε αυτό την αδιαπραγμάτευτη σκληρότητα των γονιών του προηγούμενου αιώνα, μια δυσβάσταχτη πραγματικότητα για τα παιδιά, που αποτελούσε παρόλα αυτά χαρακτηριστικό της τότε κοινωνίας.

«Ώς τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δεν φόρεσα, μήτε καινούργιο ρούχο. O πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν' αποκτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερις γέννες, μα της ζήσαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα φάγαν οι πόλεμοι.

Δε θυμούμαι να μού 'δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι ν' αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήταν να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συγχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα 'βγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας δώσαν από ένα γρόσι στον καθένα ξετρελαθήκαμε! Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, πού 'χε κάτι χρωματιστά κάντια, μεγάλα σαν λιθάρια και χόρτασε μ' αυτά τη λίμα του. Ο Γιώργης κι εγώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του λάχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα για το καλύτερο. Όταν πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ' ελατήριο, το άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου.

Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας. Ο αδερφός μου κορδωμένος παράσταινε το σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ' το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω:

— Σαλεύει! Είναι ζωντανό!

Μαζεύτηκαν τα αδέλφια μου και κάναν σαν παλαβοί, ποιος θα πρωτοτραβήξει το ελατήριο να φέρει βόλτες το ποντίκι. Μεγαλύτερη συγκίνηση δεν ένιωσα σε όλα τα παιδικά μου χρόνια. Καθώς ήμασταν παραδομένοι στη γλύκα του παιχνιδιού, τσάκωσα με την άκρη του ματιού την όψη του πατέρα να γίνεται σκληρή. «Τί να’χει πάλι» σκέφθηκα. Μα πριν βγάλω κρίση, άκουσα τη φουρκισμένη προσταγή του:

— Για εσείς! Φέρτε μου να δω τούτα τα μαραφέτια. Δεν πρόκανε ν' αποσώσει το λόγο του, αρπάζω το ποντίκι, το χώνω προστατευτικά στον κόρφο μου και κατρακυλώ πέντε-πέντε τα σκαλοπάτια του χαγιατιού. Ο αδερφός μου ο Γιώργης δε μ' ακολούθησε, θες γιατί δεν τόλμησε να εναντιωθεί, πλησίασε τον πατέρα, του παράδωσε την τρομπέτα κι έμεινε να τον κοιτάζει μ' ανοιχτά τρομαγμένα μάτια. Κείνος τη χούφτωσε, τη στράβωσε μέσα στην πετρωμένη παλάμη του κι απέ την πέταξε στο τζάκι.

— Νά, λεχρίτες! Έκανε. Για να μάθετε να ξοδεύετε τον παρά σας σε τέτοια παλιοπράματα. Χάθηκε ν' αγοράστε μπρέ, κάνα τετράδιο, κάνα μολύβι;

Ήταν η πρώτη φορά που αντικρίστηκα με την τύφλωση της εξουσίας κι αναστατώθηκα. Πού να 'ξερα πως σ' ολόκληρο το βίο μου μ' αυτήνα θ' αντιπάλευα…»

Σας εύχομαι να έχετε μια υπέροχη εβδομάδα!

-- ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΟΥΣ --

Όλα τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν αποκλειστικά αυτούς που τα υπογράφουν και οι οποίοι είναι και υπεύθυνοι των γραφομένων τους. ο ΔΙΑΥΛΟΣ δεν φέρει καμία ευθύνη για τις απόψεις που εκφράζονται, όταν αυτές υπογράφονται.